Verbs - Active Common - Eng to Gk - Random Flashcards
I discuss
συζητώ - συζήτησα -
θα συζητήσω
I lock
κλειδώνω - κλείδωσα -
θα κλειδώσω
I share/divide/distribute
μοιράζω - μοίρασα -
θα μοιράσω
I sadden/distress
λυπώ - λύπησα -
θα λυπήσω
I water/irrigate
ποτίζω - πότισα -
θα ποτίσω
I mean/intend
εννοώ - εννόησα -
θα εννοήσω
I gain/aquire/have children
αποκτώ - απέκτησα -
θα αποκτήσω
I smell
μυρίζω - μύρισα -
θα μυρίσω
I give
δίνω - έδωσα -
θα δώσω
I take/receive
λαμβάνω - έλαβα -
θα λάβω
I take/receive/get/bring
παίρνω - πήρα -
θα πάρω
I tie
δένω - έδεσα -
θα δέσω
I bathe/wash
λούζω - έλουσα -
θα λούσω
I get angry
θυμώνω - θύμωσα -
θα θυμώσω
I catch/take/seize
πιάνω - έπιασα -
θα πιάσω
I bring/carry
κουβαλώ - κουβάλησα -
θα κουβαλήσω
I believe
πιστεύω - πίστεψα -
θα πιστέψω
I descend/go down
κατεβαίνω - κατέβηκα -
θα κατεβώ
I dip/dive/plunge/seize
βουτάω - βούτηξα -
θα βουτήξω
I eat
τρώω - έφαγα -
θα φάω
I close
κλείνω - έκλεισα -
θα κλείσω
I smoke
καπνίζω - κάπνισα -
θα καπνίσω
I know
ξέρω - ήξερα -
θα ξέρω
I change
αλλάζω - άλλαξα -
θα αλλάξω
I decide/resolve
αποφασίζω - αποφάσισα -
θα αποφασίσω
I draw near
κοντεύω - κόντεψα -
θα κοντέψω
I celebrate/have fun
γλεντάω - γλέντησα -
θα γλεντήσω
I freeze
παγώνω - πάγωσα -
θα παγώσω
I examine
εξετάζω - εξέτασα -
θα εξετάσω
I write
γράφω - έγραψα -
θα γράψω
I undo/solve
λύνω - έλωσα -
θα λύσω
I fold/wrap
διπλώνω - δίπλωσα -
θα διπλώσω
I buy
αγοράζω - αγόρασα -
θα αγοράσω
I try
προσπαθώ - προσπάθησα -
θα προσπαθήσω
I go
πηγαίνω/πάω - πήγα -
θα πάω
I kill
σκοτώνω - σκότωσα -
θα σκοτώσω
I push
σπρώχνω - έσπρωξα -
θα σπρώξω
I urinate/pee
ουρώ - ούρησα -
θα ουρήσω
I go up/ascend
ανεβαίνω - ανέβηκα -
θα ανέβω
I search/look for (2)
γυρεύω - γύρεψα -
θα γυρέψω
I stop, cease
σταματάω - σταμάτησα -
θα σταματήσω
I wash
πλένω - έπλυνα -
θα πλύνω
I assume/suppose
υποθέτω - υπέθεσα -
θα υποθέσω
I get old
γερνώ - γέρασα -
θα γεράσω
I bring/carry/bear
φέρνω - έφερα -
θα φέρω
I introduce/recommend
συστήνω - σύστησα -
θα συστήσω
I tread/press
πατώ (άω) - πάτησα -
θα πατήσω
I use
χρησιμοποιώ - χρησιμοποίησα -
θα χρησιμοποιήσω
I help
βοηθώ - βοήθησα -
θα βοηθήσω
I wait/expect
περιμένω - περίμενα -
θα περιμένω
I cancel
ακυρώνω - ακύρωσα -
θα ακυρώσω
I sing
τραγουδώ - τραγούδησα -
θα τραγουδήσω
I burn
καίω - έκαψα -
θα κάψω
It rains/ gets wet
βρέχει - έβρεξε -
θα βρέξει
I paint/draw/depict
ζωγραφίζω - ζωγράφισα -
θα ζωγραφίσω
I cry
κλαίω - έκλαψα -
θα κλάψω
I rent
νοικιάζω - νοίκιασα -
θα νοικιάσω
I dance
χορεύω - χόρεψα -
θα χορέψω
I look at
κοιτάζω - κοίταξα -
θα κοιτάξω
I last/endure/continue/carry on
διαρκώ - διάρκεσα -
θα διαρκέσω
I drive
οδηγώ - οδήγησα -
θα οδηγήσω
I explain
εξηγώ - εξήγησα -
θα εξηγήσω
I phone
τηλεφωνώ - τηλεφώνησα -
θα τηλεφωνήσω
I hang
κρεμάω (ώ) - κρέμασα -
θα κρεμάσω
I wear
φοράω - φόρεσα -
θα φορέσω
I laugh
γελάω - γέλασα -
θα γελάσω
I resemble
μοιάζω - έμοιασα -
θα μοιάσω
I enjoy/relish/gain
απολαμβάνω - απόλαυσα -
θα απολαύσω
I finish/end
τελειώνω - τελείωσα -
θα τελειώσω
I put/place/set
θέτω - έθεσα -
θα θέσω
I ignite/light/turn on
ανάβω - άναψα -
θα ανάψω
I carry/lift up
ανεβάζω - ανέβασα -
θα ανεβάσω
I bake/roast
ψήνω - έψησα -
θα ψήσω
I try on/taste
δοκιμάζω - δοκίμασα -
θα δοκιμάσω
I follow/attend
παρακολουθώ - παρακολούθησα -
θα παρακολουθήσω
I hunger/be hungry
πεινάω - πείνασα -
θα πεινάσω
I fit in /settle
βολεύω - βόλεψα -
θα βολέψω
I forget
ξεχνάω - ξέχασα -
θα ξεχάσω
I stay/live
μένω - έμεινα -
θα μείνω
I do/make
κάνω - έκανα -
θα κάνω
I describe
περιγράφω - περιέγραψα -
θα περιγράψω
I shake/stir/move
κουνάω - κούνησα -
θα κουνήσω
I cough
βήχω - έβηξα -
θα βήξω
I cut
κόβω - έκοψα -
θα κόψω
I return
γυρίζω - γύρισα -
θα γυρίσω
I can/am able to
μπορώ - μπόρεσα -
θα μπορέσω
I continue
εξακολουθώ - εξακολούθησα -
θα εξακολουθήσω
I lift/raise
σηκώνω - σήκωσα -
θα σηκώσω
I shout/summon
φωνάζω - φώναξα -
θα φωνάξω
I add
προσθέτω - πρόσθεσα -
θα προσθέσω
I like/sympathise
συμπαθώ - συμπάθησα -
θα συμπαθήσω
I study
μελετάω - μελέτησα -
θα μελετήσω
I find
βρίσκω - βρήκα -
θα βρω
I look for/seek/search for
ψάχνω - έψαξα -
θα ψάξω
I sail
πλέω - έπλευσα -
θα πλεύσω
I fish
ψαρεύω - ψάρεψα -
θα ψαρέψω
I scold/quarrel
μαλώνω - μάλωσα -
θα μαλώσω
I get used to
συνηθίζω - συνήθισα -
θα συνηθίσω
I hide
κρύβω - έκρυψα -
θα κρύψω
I swim
κολυμπάω - κολύμπησα -
θα κολυμπήσω