Verbs Flashcards
αφήνω (άφησα)
I leave (an object)
αλλάζω (άλλαξα)
I change
ξεχνώ (ξέχασα)
I forget
ρίχνω (έριξα)
I throw
πονώ (πόνεσα)
I hurt
σκεπάζω (σκέπασα)
I cover
υπάρχω (υπήρξα)
I exist
ταλαιπωρούμαι (ταλαιπωρήθηκα)
I suffer, I am troubled
λυπάμαι (λυπήθηκα)
I am sorry, I am sad
φαίνομαι (φάνηκα)
I seem
αγαπιέμαι (αγαπήθηκα)
I am loved
παραπονιέμαι (παραπονέθηκα)
I complain
αυξάνομαι (αυξήθηκα)
I am increased
γδύνομαι (γδύθηκα)
I get undressed
σκοτώνομαι (σκοτώθηκα)
I am killed
κάθομαι (κάθισα)
I sit
στέκομαι (στάθηκα)
I stand
εκτυπώνομαι (εκτυπώθηκα)
I am printed
ψήνομαι (ψήθηκα)
I am baked
βγαίνω (βγήκα)
I go out, I exit
βάζω (έβαλα)
I put
διπλώνομαι (διπλώθηκα)
I get folded
χωρίζω (χώρισα)
I separate, I break up
δικαιώνομαι (δικαιώθηκα)
I get vindicated
πληγώνομαι (πληγώθηκα)
I get hurt
ζεσταίνω (ζέστανα)
I warm up, I heat
λέω (είπα)
I saw
πίνω (ήπια)
I drink
ψάχνω (έψαξα)
I search
φυτρώνω (φύτρωσα)
I plant
δαγκώνω (δάγκωσα)
I bite
τυφλώνω (τύφλωσα)
I blind
τυφλώνομαι (τυφλώθηκα)
I am blinded
αφήνομαι (αφέθηκα)
I let myself go, I surrender
βρίσκομαι (βρέθηκα)
I am located
έρχομαι (ήρθα)
I come
γίνομαι (έγινα)
I become
φιλιέμαι (φιλήθηκα)
I am kissed
τρυπώ (τρύπησα)
I pierce, I drill
βουλιάζω (βούλιαξα)
I sink
θυμάμαι (θυμήθηκα)
I remember
γεννιέμαι (γεννήθηκα)
I am born
μεταμορφώνομαι (μεταμορφώθηκα)
I am transformed
πληγώνομαι (πληγώθηκα)
I am hurt
παύω (έπαυσα)
I cease, I stop
βρέχομαι (βράχηκα)
I get wet
ορκίζομαι (ορκίστηκα)
I swear
δανείζομαι (δανείστηκα)
I borrow
σκύβω (έσκυψα)
I bend
μοιράζομαι (μοιράστηκα)
I share
χάνομαι (χάθηκα)
I get lost
διπλώνω (δίπλωσα)
I fold
ζηλεύω (ζήλεψα)
I am jealous
ντρέπομαι (ντράπηκα)
I am ashamed, I am shy
μπορώ (μπόρεσα)
I can
δυσκολεύομαι (δυσκολεύτηκα)
I have a hard time
φεύγω (έφυγα)
I leave
παραπονιέμαι (παραπονέθηκα)
I complain
ακούω (άκουσα)
I listen
βρωμάω, βρωμώ (βρώμησα)
I stink
χαίρομαι (χάρηκα)
I am delighted
πιάνομαι (πιάστηκα)
I get caught
ζω (έζησα)
I live
ερωτεύομαι (ερωτεύτηκα)
I fall in love
ρωτάω, ρωτώ (ρώτησα)
I ask
περνώ (πέρασα)
I cross, I pass, I go through
ξενιτεύομαι (ξενιτεύτηκα)
I immigrate
καταδικάζω (καταδίκασα)
I sentence, I convict
κολυμπώ (κολύμπησα)
I swim
προδίδω (πρόδωσα)
I betray
βαριέμαι (βαρέθηκα)
I am bored
φταίω (έφταιξα)
I am at fault
ζητάω, ζητώ (ζήτησα)
I request
νικάω, νικώ (νίκησα)
I win
τρέφομαι (τράφηκα)
I am fed
τραγουδώ (τραγούδησα)
I sing
σέρνω (έσυρα)
I drag
περιμένω (περίμενα)
I wait
χωράω, χωρώ (χώρεσα)
I fit
ντύνομαι (ντύθηκα)
I get dressed
στεναχωριέμαι (στεναχωρέθηκα)
I feel sad
κατηγορούμαι (κατηγορήθηκα)
I am accused
φοβάμαι (φοβήθηκα)
I am scared
κοιμάμαι (κοιμήθηκα)
I sleep
περιπλανιέμαι (περιπλανήθηκα)
I wander
ταλαιπωρούμαι (ταλαιπωρήθηκα)
I suffer, I am troubled
γυμνάζομαι (γυμνάστηκα)
I work out
χτυπάω, χτυπώ (χτύπησα)
I knock, I hit, I hurt myself
σηκώνω (σήκωσα)
I lift, I pull
ανοίγω (άνοιξα)
I open
χρεώνω (χρέωσα)
I charge
αρέσω (άρεσα)
I am liked
καταλήγω (κατέληξα)
I end up
ηρεμώ (ηρέμησα)
I calm down
καίω (έκαψα)
I burn
οδηγώ (οδήγησα)
I drive, I lead
ψάχνω (έψαξα)
I search, I look for
φυτρώνω (φύτρωσα)
I sprout
εντυπωσιάζομαι (εντυπωσιάστηκα)
I am fascinated
ανάβω (άναψα)
I turn/switch on, I light up
αυξάνομαι (αυξήθηκα)
I am increased
λάμπω (έλαμψα)
I shine
βλέπω (είδα)
I see
ενοχλούμαι (ενοχλήθηκα)
I am bothered
νοιάζομαι (νοιάστηκα)
I care
προσεγγίζω (προσέγγισα)
I approach
αππορίπτομαι (απορρίφθηκα)
I am rejected
εξομολογούμαι (εξομολογήθηκα)
I confess
κοιμάμαι (κοιμήθηκα)
I sleep
σκεπάζομαι (σκεπάστηκα)
I get covered
εμφανίζομαι (εμφανίστηκα)
I appear
πληκτρολογώ (πληκτρολόγησα)
I type
φτύνω (έφτυσα)
I spit
διασκεδάζω (διασκέδασα)
I have fun
ψυχαγωγώ (ψυχαγώγησα)
I entertain
ψυχαγωγούμαι (ψυχαγωγήθηκα)
I was entertained
παρουσιάζομαι (παρουσιάστηκα)
I am presented
μοιάζω (έμοιασα)
I seem, I look alike
γλιστρώ (γλίστρησα)
I slide
συναντιέμαι (συναντήθηκα)
I meet up
τρελαίνομαι (τρελάθηκα)
I get crazy
κρύβομαι (κρύφτηκα)
I hide
χαράζω (χάραξα)
I engrave
σωπαίνω (σώπασα)
I hush, I am quiet
μετριέμαι (μετρήθηκα)
I am measured
φτάνω (έφτασα)
I arrive
σημαδεύω (σημάδεψα)
I mark, I aim
ξεκλειδώνω (ξεκλείδωσα)
I unlock
βασανίζομαι (βασανίστηκα)
I am tortured
εκτοξεύω (εκτόξευσα)
I launch, I rise/through abruptly
φωνάζω (φώναξα)
I yell, I scream
καταφέρνω (κατάφερα)
I achieve
ευχαριστώ (ευχαρίστηκα)
I thank
ανασηκώνω (ανασήκωσα)
I raise, I lift
θολώνω (θόλωσα)
I blur
κλαίω (έκλαψα)
I cry
μαθαίνω (έμαθα)
I learn
φτιάχνω (έφτιαξα)
I fix, I make
βραδιάζει (βράδιασε)
the evening comes, it’s getting dark (used in the 3rd person singular)
αφαιρώ (αφαίρεσα)
I subtract, I remove
αγγίζω (άγγιξα)
I touch
πιστεύω (πίστεψα)
I believe
αγαπώ (αγάπησα)
I love
γκρεμίζω (γκρέμισα)
I demolish, I knock down
γερνώ (γέρασα)
I age, I get older
πηγαίνω (πήγα)
I go
μετράω, μετρώ (μέτρησα)
I measure, I count
κουβαλάω, κουβαλώ (κουβάλησα)
I carry
γυαλίζω (γυάλισα)
I polish, I shine
πέφτω (έπεσα)
I fall
βρέχει (έβρεξε)
it is raining
κλέβω (έκλεψα)
I steal
παίρνω (πήρα)
I take
υπογράφω (υπέγραψα)
I sign
βρίσκω (βρήκα)
I find
βυθίζομαι (βυθίστηκα)
I sink
αφιερώνω (αφιέρωσα)
I dedicate
λαχταρώ (λαχτάρησα)
I crave, I yearn
σώζω (έσωσα)
I save
σκέφτομαι (σκέφτηκα)
I think
χτίζομαι (χτίστηκα)
I am constructed, I am built
ματώνω (μάτωσα)
I bleed
βρίσκομαι (βρέθηκα)
I am located, I meet up
πληρώνομαι (πληρώθηκα)
I am paid
φοριέμαι (φορέθηκα)
I am worn
μελαγχολώ (μελαγχόλησα)
I feel blue, I fall into melancholy
φτερουγίζω (φτερούγισα)
I flutter, I flap
ζω (έζησα)
I live
παραμιλώ (παραμίλησα)
I mutter
μοιράζομαι (μοιράστηκα)
I share
αποκτώ (απόκτησα)
I obtain
θυμάμαι (θυμήθηκα)
I remember
λερώνομαι (λερώθηκα)
I get dirty/stained
ουρλιάζω (ούρλιαξα)
I scream
χειροκροτώ (χειροκρότησα)
I applaud, I clap
ανατέλλω (ανέτειλα)
I rise
καταστρέφομαι (καταστράφηκα)
I am destroyed, I am ruined
σκαρώνω (σκάρωσα)
I devise, I improvise, I cook up (often used for jokes, tricks, or spontaneous creations)
υπομένω (υπέμεινα)
I endure, I tolerate
εγκαταλείπομαι (εγκαταλείφθηκα)
I am abandoned, I am deserted
κατοχυρώνομαι (κατοχυρώθηκα)
I am secure, I am legally protected (eg rights, patents, trademarks)
θολώνω (θόλωσα)
I blurb I fog up, I become unclear
αποκαλύπτομαι (αποκαλύφθηκα)
I am revealed, I am disclosed
ντρέπομαι (ντράπηκα)
I am ashamed
σφίγγω (έσφιξα)
I tighten
προχωρώ (προχώρησα)
I move forward, I progress
γαβγίζω (γάβγισα)
I bark
πιστεύω (πίστεψα)
I believe
περιπολώ (περιπόλησα)
I patrol
προσκυνώ (προσκύνησα)
I worship
μαθαίνω (έμαθα)
I learn
έρχομαι (ήρθα)
I come
αισθάνομαι (αισθάνθηκα)
I feel
ξεφεύγω (ξέφυγα)
I flee, I fall through
συγκρίνομαι (συγκρίθηκα)
I am compared
φρουρώ (φρούρησα)
I guard
γίνομαι (έγινα)
I become
οδηγούμαι (οδηγήθηκα)
I am driven
διορθώνω (διόρθωσα)
I correct
δημιουργούμαι (δημιουργήθηκα)
I am created
εξηγώ (εξήγησα)
I explain
θυμάμαι (θυμήθηκα)
I remember
κρύβομαι (κρύφτηκα)
I hide
αγγίζω (άγγιξα)
I touch
προγραμματίζομαι (προγραμματίστηκα)
I am programmed
ενδιαφέρομαι (ενδιαφέρθηκα)
I am interested
συλλογίζομαι (συλλογίστηκα)
I ponder, I reflect
ανατριχιάζω (ανατρίχιασα)
I get goosebumps
ψιθυρίζω (ψιθύρισα)
I whisper
ξεγελιέμαι (ξεγελάστηκα)
I am deceived, I am tricked
συμμορφώνομαι (συμμορφώθηκα)
I conform, I comply
γονατίζω (γονάτισα)
I kneel
μπερδεύομαι (μπερδεύτηκα)
I get confused
παγιεύομαι (παγιδεύτηκα)
I am trapped
διακρίνομαι (διακρίθηκα)
I stand out, I am distinguished
γιορτάζομαι (γιορτάστηκα)
I am celebrated
σηκώνομαι (σηκώθηκα)
I get up
θυμάμαι (θυμήθηκα)
I remember
ρίχνω (έριξα)
I throw
διορίζω (διόρισα)
I appoint, I designate
μεταφράζομαι (μεταφράστηκα)
I am translated
σώζομαι (σώθηκα)
I am saved
κερδίζω (κέρδισα)
I win
ενδιαφέρομαι (ενδιαφέρθηκα)
I am interested
παρουσιάζομαι (παρουσιάστηκα)
I am presented
αποφασίζω (αποφάσισα)
I decide
ενδιαφέρομαι (ενδιαφέρθηκα)
I am interested
κρύβομαι (κρύφτηκα)
I hide (myself)
ανακαλύπτομαι (ανακαλύφθηκα)
I am discovered
ονομάζομαι (ονομάστηκα)
I am namedαναφ΄
αναφέρομαι (αναφέρθηκα)
I refer to
διορθώνομαι (διορθώθηκα)
I am corrected
εξηγώ (εξήγησα)
I explain
χαρίζω (χάρισα)
I give away, I gift
εμπνέομαι (εμπνεύστηκα)
I am inspired
ταλαιπωρούμαι (ταλαιπωρήθηκα)
I am troubled, I am exhausted
εκφράζομαι (εκφράστηκα)
I am expressed
συμβολίζω (συμβόλισα)
I symbolize
αμφισβητούμαι (αμφισβητήθηκα)
I am doubted, I am challenged
περιορίζομαι (περιορίστηκα)
I am limited, I am restricted