Verben Kapitel 1-4 Flashcards
Lachawitz Altgriechisch Vokabular: Fokus auf Attisch
έστι(ν)
er/sie/es ist
ε~ιναι
sein (Inf. aktiv = -ειν/-αι)
ειμί
ich bin
ει~(ς)
du bist
~εσμεν
wir sind
εστέ
ihr seid
εισί(ν)
sie sind
φέρω
οίσω, ήνεγκον/-α (ήνεχθην), ενήνοχα (ενήνήγμαι)
er) tragen, bringen
(s. lat. “ferre” = tragen, bringen
νομίζω
νομιω~, ενόμισα (ενομίσθην), νενόμικα (νενόμισμαι)
glauben, meinen; für etw. halten
διώκω
διώξω, εδίωξα (εδιώχθην), δεδίωχα (δεδίωγμαι)
verfolgen
λαλέω
λαλησω~, ελαλησω (ελαλήθην), λελαληκα (λελαλημαι)
sprechen
άγω
άξω, ή(ι)γαγον (ήχθην), ~ηχα (~ηγμαι)
treiben, führen, tun
θαυμάζω
θαυμάσομαι, εθαύμασα (εθαυμάσθην), τεθαύμακα (τεθαυμασαμαι)
bewundern; sich wundern
έχω (=ίσχω)
σχήσω/’έξω, έσχον (εσχέθην), έσχηκα (έσχημαι)
haben, halten, sich (ver)halten
λέγω
λέξω, έλεξα (ελεγην/ελεχθην), είλοχα (είλεγμαι/λελέγμαι)
sammeln; sagen, sprechen, nennen
τίκτω
τέξομαι, έτεκον (/), τέτοκα
gebären, hervorbringen, schaffen
βαίνω
βήσομαι, έβην (εβάθην), / (βέβηκα)
gehen, schreiten
πελάζω
πελάσω, επελασα (επελασθην), πεπελακα (πεπελασμαι)
intr. sich nähern, tr. nähern
δει~ + ACI
es ist nötig
βλέπω
βλέψομαι, έβλεψα (εβλέφθην), / (βέβλεμμαι)
sehen
ποιέω
ποιήσω, εποίησα (εποιήθην), πεποίηκα (πεποίημαι)
schaffen, machen, tun
(s. eng. “poet”)
(vgl. mit τίκτω = schaffen, gebären, hervorbringen)