UNIT 1 Flashcards
ανθρώπινη φύση
HUMAN NATURE
- behavior, feelings, attitudes, etc. that are typical of most people
συνομίληκος
ισάξιος (της ίδιας κοινωνικής τάξης)
PEER
- someone who is of a similar age or social class
πρωταρχικός
PRIMARY
- main , most important
αδελφός ή αδελφή
SIBLING
- brother or sister
συμμορφώνομαι με
CONFORM TO
- behave according to usual or expected standards
κομφορμιστής (αυτός που αποδέχεται το κατεστημένο)
CONFORMIST
συμμόρφωση με τον γενικό κανόνα
CONFORMITY
αντικομφορμιστής
NONCONFORMIST
έλλειψη συμβιβαστικότητας
αδιαλλαξία
NONCONFORMITY
νόρμα
κανόνας , πρότυπο συμπερίφορας
NORM
- standard of normal or acceptable behavior
θέμα
ζήτημα
ISSUE
- a subject or problem
αυτοεκτίμηση
SELF-ESTEEM
- confidence and belief in yourself
εκτίμηση
σεβασμός
ESTEEM
εκτιμώ
ESTEEM
δεν έχω τίποτα να χάσω
HAVE NOTHING TO LOSE
- be willing to try something because a situation cannot get any worse
επιρρεπής σε
PRONE TO
- likely to do something or experience something
χρήση ουσιών
SUBSTANCE ABUSE
- the practice of taking harmful drugs or drinking too much alcohol
εκτίθεμαι σε
BE EXPOSED TO
- experience something or be influenced or affected by something
αντίληψη
PERCEPTION
- the way you think about something and the ideas you have about it
αντιλαμβάνομαι
PERCEIVE
αυτός που γίνεται αντιληπτός
PERCEIVED
οξυδερκής
PERCEPTIVE
ουσιαστικά
στην ουσία
IN ESSENCE
- at the most basic level
σύγχρονος
CONTEMPORARY
εξαιρετική ικανότητα
PROWESS
- great ability or skill
θεωρώ
κρίνω
DEEM
- consider something or someone to be
ενδίδω σε
ικανοποιώ την επιθυμία μου για
INDULGE IN
- become involved in something that others or yourself might consider wrong
ικανοποιήση , απόλαυση
INDULGENCE
επιεικής, ανεκτικός
INDULGENT
ευάλωτος
ευαίσθητος σε
SUSCEPTIBLE TO
- easily influenced by something
ευπαθής
SUSCEPTIBLE TO
- likely to be affected by an illness
άψυχο αντικείμενο
INANIMATE OBJECT
- non-living thing
αξολογώ
ASSESS
- examine something in order to form an opinion about it
παρακολουθώ
ελεγχω
MONITOR
- regularly check how something is changing, developing, or progressing
απόρροια
FUNCTION
- a result that is related to something else
λειτουργία
σκοπός
FUNCTION
- job or purpose
λειτουργω
FUNCTION
λειτουργικός
FUNCTIONAL
αξιολόγηση
ASSESSMENT
ευαισθησία
ευπάθεια
SUSCEPTIBILITY
ανατροφή
UPBRINGING
- the way a child is raised
ανατρέφω
BRING UP
λογικός
RATIONAL
- based on facts or reason, not emotions or feelings
μη λογικός
IRRATIONAL
χαρακτηριστικός
DISTINCTIVE
- easily recognisable, due to being different or special
ξεχωριστός
διαφορετικός
DISTINCT
ξεχωρίζω
STAND OUT
- be different from other things or people and therefore easy to see or notice
πιθανός
POTENTIAL
- likely to become real in the future
ικανότητα
δυνατότητα
POTENTIAL
παρουσιάζω
εμφανίζω
EXHIBIT
- show a particular feeling, quality, etc.
παρουσίαση
έκθεση
EXHIBITION
συμμετέχω σε
ENGAGE TO
- take part in a particular activity
πλήρως καταγεγραμμένος
WELL DOCUMENTED
- thoroughly recorded in writing or on film
έγγραφο
DOCUMENT
καταγράφω
DOCUMENT
παραβατικός
αυτός που παρεκκλίνει ( από το συνηθισμένο)
DEVIANT
- not considered normal or acceptable
παραβάτης
DEVIANT
παρεκτροπή
παράβαση
DEVIANCE
παραλείπω
δεν κάνω
FAIL
- not do something that you are expected to do