Proje 2 Okuma Türkçe VII Flashcards
özgü
εγχώριος/ιθαγενής
imkan
πιθανότητα/δυνατότητα/ευκαιρία/εγκατάσταση
hava
καιρός/ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ/ΤΟΠΟΣ
yaşama
διαβίωση
unsur
στοιχείο/κομμάτι/παράγοντας/συστατικό
güzellik
ομορφιά
algılamak
αντιλαμβάνομαι (οπτικώς ή με αισθήσεις)
gerektiği gibi
όπως απαιτείται/όπως είναι αναγκαίο
icra etmek
εκτελώ
hatta
ακόμη/ακόμη και (even)
farkına varmak
fark etmek/αναγνωρίζω/μαθαίνω γνώσεις/αντιλαμβάνομαι εμπειρικά κλπ.
imparatorluk
αυτοκρατορικός/η/ο
şaheser
αριστούργημα
tabiat
φύση/ φύση του ανθρώπου/doğa
sunmak
προσφαίρω/παραδίδω/υποβάλλω
konum
θέση/περιοχή/κατάσταση ισχύος
sanatkâr
καλλιτέχνης (στην ζωή, όχι ως χόμπι)
eser
έργο/κοπιαστική δουλειά
uyum içinde
σε αρμονία/με συνοχή/συμβατός
sermek
απλώνω (το σεντόνι στο κρεβάτι, το μαντήλι στο τραπέζι, την ματιά μου στον ορίζοντα, το χαλί κάτω στο πάτωμα κλπ) για επίπεδα αντικείμενα που μπορούν να τοποθετηθούν κάπου
gücü yetmek
σε θέση να/έχω την δυνατότητα να
yıpratmak
εξαντλώ/φθείρω
yeniden tanıma
γνωριμία από την αρχή (εκφ.)
keşfetmek
ανακαλύπτω/βρίσκω/διερευνώ
keyfini çıkarmak
απολαμβάνω
hâline getirmek
μετατρέπω σε/επεξεργάζομαι/επιλύω
değer
αξία/τιμή/αρετή
erguvan
Judas tree/redbud/κουτσουπιά/κερκίδα/ιουστιτσιά
göçmen
μετανάστης/μεταναστευτικός (πχ. göçmen kuşlar)
bülbül
αηδόνι
ötüşmek
κελαηδάω/ ötüş-chirping
sahaf
παλαιοβιβλιοπώλης
dolaşarak
περιπλανόμενος (ρ. dolaşmak - κάνω βόλτα, τριγυρνάω)
incelemek
εξετάζω/μελετάω/αναλύω (γραπτά)
çınar
πλάτανος
yaslanmak
γέρνω πάνω σε κάτι/πλαγιάζω (σε ένα δέντρο/σε μία κολόνα/ σε ένα τοίχο)
kulak vermek
δίνω την προσοχή μου σε
tanımak
αναγνωρίζω/ταυτοποιώ/μαθαίνω κάποιον
hisar
φρούριο/οχυρό
aziz
άγιο μέρος/άνθρωπος (και μτφ.)
yürüyüşe çıkmak
κάνω πεζοπορία/ περπατάω και θαυμάζω την φύση
tadına doyulmayan
πεντανόστιμο
büyülemek
μαγεύω/ενθουσιάζω κπ/συναρπάζω κπ
badem ezmesi
αμυγδαλόπαστα
badem
αμύγδαλο
ezme
πάστα/αλοιφή (φαγώσιμη)/πατέ
muhallebi
πουτίνγκα/κάσταρντ
eskimeyen
διαχρονικός
hatırından çıkarmak
ξεχνάω/φεύγει από το μυαλό μου
övgü
έπαινος/αξιέπαινος
övgü dolu
επαινετικός/η/ο
başkent
πρωτεύουσα
dağıtmak
διασκορπίζω/σκορπίζω/διανέμω
yenilenmek
ανανεώνω/αναζωογωνώ/αναγεννώ
has
özel/σπεσιαλ/συγκεκριμένος/αποκλειστικό