Mounce 201-300 Flashcards
201. ὅστις. ἥτις. ὅτι
whoever. whatever. whichever
- πορεύομαι
I go. proceed - (ἐπορευόμην). πορεύσομαι. -. -. πεπόρευμαι. ἐπορεύθην
- συνάγω
I gather together : (-). συνάξω. συνήγαγον. -. σύνηγημαι. συνήχθην
- τόπος. -ου. ὁ
place. location
- ὡς
as. even as; like. when. that. how. about
- βασιλεύς. -έως. ὁ
king
- γεννάω
I beget. bear. produce : (-). γεννήσω. ἐγέννησα. γεγέννηκα. γεγέννημαι. ἐγεννήθην
- ζάω
I live : (ἔζων). ζήσω. ἔζησα. -. -. -
- Ἰουδαία. ας. ἡ
Judea
- Ἰουδαῖος. αία. αῖον
Jewish. Jew
- Ἰσραήλ. ὁ
Israel
- καρπός. ὁ
crop. fruit
- μείζων
greater
- ὅλος. -η. -ον
whole. complete
- προσκυνέω
I worship : (προσεκύνουν). προσκυνήσω. προσεκύνησα. -. -. -
- αἴρω
I raise. take up. take away : (-). ἀρῶ. ἦρα. ἦρκα. ἦρμαι. ἤρθην
- ἀποκτείνω
I kill : (-). ἀποκτενῶ. ἀπέκτεινα. -. -. ἀπεκτάνθην
- ἀποστέλλω
I send : (-). ἀποστελῶ. ἀπέστειλα. ἀπέσταλκα. ἀπέσταλκα. ἀπέσταλμαι. ἀπεστάλην
- βαπτίζω
I baptize. immerse : (ἐβάπτιζον). βαπτίσω. ἐβάπτισα. -. βεβάπτισμαι. ἐβαπτίσθην
- γινώσκω
I know. perceive. I come to know. realize. learn : (ἐγίνωσκον). γνώσομαι. ἔγνων. ἔγνωκα. ἔγνωνσμαι. ἐγνώσθην
- γλῶσσα. ης. ἡ
tongue. language
- ἐγείρω
I raise. wake : ἐγερῶ. ἤγειρα. -. ἐγήγερμαι. ἠγέρθην
- ἐκβάλλω
I cast out. throw out. send out : (ἐξέβαλλον). ἐκβαλῶ. ἐξέβαλον. -. -. ἐξεβλήθην
- ἐκεῖ
there. in that place
- κρίνω
I judge. decide. prefer : (ἐκρινόμην). κρινῶ. ἔκρινα. κέκρινα. κέκριμαι. ἐκρίθην
- λαός. -οῦ. ὁ
people. crowd
- μένω
I remain. abide. live : (ἔμενον). μενῶ. ἔμεινα. μεμένηκα. -. -
- ὁράω
I see. notice : (-). ὄψομαι. εἶδον. ἑώρακα. -. ὤφθην
- σοφία. -ας. ἡ
wisdom
- στόμα. -ατος. τό
mouth
- σῴζω
I save. deliver. rescue (ἔσῳζον). σώσω. ἔσωσα. σέσωκα. σέσῳσωμαι. ἐσώθην
- ἀκολουθέω
I follow : (ἠκολούθουν). ἀκολουθήσω. ἠκολούθησα. ἠκολούθηκα. -. -
- διδάσκω
I teach : (ἐδίδασκον). διδάξω. ἐδίδαξα. -. -. ἐδιδάχθην
- ἐπερωτάω
I ask. request. demand : (ἐπηρώτων). ἐπερωτήσω. ἐπηρώτησα. -. -. ἐπηρωτήθην
- ἐρωτάω
I ask. entreat : (ἠρώτων). ἐρωτήσω. ἠρώτησα. -. -. ἠρωτήθην
- θέλω
I desire. I will. wish. enjoy : (ἤθελον). θελήσω. ἠθέλησα. -. -. ἐθελήθην
- περιπατέω
I walk (around); I live : (περιεπάτουν). περιπατήσω. περιεπάτησα. -. -. -
- συναγωγή. ῆς. ἡ
synagogue. meeting
- φαρισαῖος. ου. ὁ
Pharisee
- χρόνος. ου. ὁ
time