modern greek healthmed vocab Flashcards
arm
το μπράτσο
των πράτσων
back
η μέση
οι μέσες? -εις?
των μέσων
lower back pain
πόνος στη μέση
chest, breast/bosom
το στήθος, ο μαστός
του στήθους
τα στήθη
των στηθών
ear
αυτί
eye
το μάτι
του ματιού
των ματιών
finger
το δάχτυλο
του δαχτύλου
των δαχτύλων
foot
το πόδι
του ποδιού
των ποδιών
ankle
ο αστράγαλος…οι αστράγαλοι
του αστραγάλου…των αστραγάλων
τον αστράγαλο…τους αστραγάλους
- αστράγαλε…- αστράγαλοι
hand
το χέρι
του χεριού
των χεριών
head
το κεφάλι
του κεφαλιού
των κεφαλιών
heart
καρδιά
leg
η γάμπα
των γαμπών
mouth
το στόμα
των στομάτων
nose
η μύτη
οι μύτες
των μυτών
skin
το δέρμα
του δέρματος
των δερμάτων
tooth
το δόντι
του δοντιού
των δοντιών
lip
το χείλος, το χείλι
του χείλους, του χειλιού
τα χείλη, τα χείλια
των χειλέων, των χειλιών
gum
ούλο
fingernail (χεριού), toenail (ποδιού), claw/talon (πουλιού)
το νύχι
του νυχιού
των νυχιών
toe
δάχτυλο ποδιού
inflammation
η φλεγμονή
-ές
scar/cicatrix (φρέσκη)
η ουλή
οι ουλές
breastbone/sternum
στέρνο
angina pectoris
η στηθάγχη
stethoscope
στηθοσκόπιο
dizziness; [vertigo]
η ζάλη [ο ίλιγγος]
make dizzy/giddy
ζαλίζω
get dizzy/dazed
ζαλίζομαι
dizzy, groggy, dazed
ζαλισμένος -η -ο
asthma
το άσθμα
του άσθματος
των ασθμάτων
pant, be out of breath, gasp for breath, gasp
ασθμαίνω
asthmatic
ασθματικός -ή -ό
ambulance
ασθενοφόρο
patient, the weak, the feeble
ο/η ασθενής
οι ασθενές
(μβ) sicken, make sick; (αβ) fall sick/ill, become ill
(μβ/αβ): αρρωσταίνω, αρρωστώ
(αβ): ασθενώ
sickness, ailment, illness, malady, disease
η αρρώστια
της αρρώστιας
οι αρρώστιες
n/a των n/a
weak, feeble
ασθενικός -ή -ό
weakness, feebleness, debility
η ασθένεια
της ασθένειας
οι ασθένειες
των ασθενειών
sick, ill, ailing, unwell
άρρωστος -η -ο
I feel better/worse
νιώθω καλύτερα/χειρότερα
allergy
αλλεργία
anemia
αναιμία
a burn
κάψιμο
a cold
το κρύωμα
constipation
δυσκοιλιότητα