John 0 - Sheet1 Flashcards
γνούς
masc. s. nom. act. aor. part. of γινωσκω, which conjugates like μι verbs γνο ντ ς,
ἦρεν
3S first aor. of αἴρω , ἔ αρ σεν
ἆρον
2S first aor. imperative of αἴρω, ἆρ σ ον
ἰαθείς
masc. s. nom. aor. pass. part. of ιαομαι heal cure restore, ἰα θε ντ ς
χεῖρον
χείρων, -ον, worse
δείξει
3S fut. of δείκνυμι, show
ὥσπερ
as, just as
ὅταν
whenever, as often as ὅτε αν
ἐγεγόνει
plpf. 3S of γίνομαι
ἐληλύθει
plpf. 3S of ερχομαι
εἴκοσι
twenty
πλοιάριον άλλο
other small boat
ἑστηκώς
pf. part. masc. of ίστημι
περισσεύω
I abound, overflow, aor. επερισσευσα
ἤθελον
aor. of θελω εθελω θελεω εθελεω
εἴρηκα
pf. of λεγω
ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων
They filled twelve baskets with fragments.
κλασμάτων verbal gen. of content
φανέρωσον
2S first aor. impv.
μετάβηθι
2S aor. impv. of μεταβαίνω
ἐκ τοῦτου
as a result of this
κατειληπται
3S of mid./pass. pf. of καταλαμβανω
κατα+εἴλημμαι (εἴληβ)
ἴδε
aor. impv. 2S of οραω
ἀποκτένει
3S fut. of ἀποκτείνω, ἀποκτεν έσει
ἀπεκτεινε
3S aor. /impf.? of ἀποκτεινω, ἀπ εκτεν σε -> ἀπεκτενε -> ἀπεκτεινε