greek-english Flashcards
επιδιώκω
pursue
αρμόδιος
competent
αποκλειστική αρμοδιότητα
exclusive competence
συντρέχουσα αρμοδιότητα
concurrent competence
διαπράττω (συνήθως με ηθική χροιά)
commit
αναφορικά με
with regards to, with respect to
υποχρεωτικός
mandatory, obligatory, binding
επιδιωκόμενος
pursued
αρχές (με την αφηρημένη έννοια)
principles
εξουσία, αρμοδιότητα (κυρίως για όργανα Ε.Ε.)
powers
κατανέμω (οικονομικές πηγές)
allocate (financial resources)
επίτευξη
attainment, achievement, accomplishment
ενσωμάτωση, ολοκλήρωση
integration
ενοποίηση
unification
θέτω ως στόχο (νομικός όρος)
determine/set a goal
αποφασιστικός παράγοντας
determinant/determining factor
το άρθρο αναφέρει
the article stipulates
ο νόμος ρυθμίζει
the law lays down/stipulates/regulates/arranges/provides for
Ρ.Α.Ε.
regulatory power authority
Α.Σ.Ε.Π.
high/suppreme Council for Personnel selection
αποσκοπώ
aim to/target
δεσμεύω
bind-bound-bound
Φ.Π.Α.
value added tax
φόρος ακίνητης περιουσίας
real estate tax
κορεσμός (οικονομικός)
saturation (in economy)
σύνορο (κυριολ. & μτφ)
boundary
σύνορο (ΜΟΝΟ κυριολ.)
border
διασυνοριακό έγκλημα
cross border crime
μεταβίβαση ακινήτων
conveyancing
ειδικός, συγκεκριμένος # general
specific
ιδιαίτερος
special
ιδιότυπος
peculiar
μεταφέρω, ενσωματώνω μία οδηγία Ε.Ε.
transpose
μεταφέρω κυριολεκτικά
transfer
μεταφορά, ενσωμάτωση μίας οδηγίας Ε.Ε.
transposition, incorporation
επικύρωση
ratification
ενσωματώνω
incorporate
αρχή της προηγούμενης ακρόασης
the principle of prior hearing
βιώσιμη ανάπτυξη
sustainable development
Ε.Σ.Ρ.
national broadcasting council/board (for G.B.)
ελευθερία έκφρασης
freedom of speech
φόρος εμπορικών επιχειρήσεων
commercial enterprise tax
διακριτική ευχέρεια
discretion/discretionary power
διακρίνω (οπτικά ή ηθικά)
discern
στοιχείο ακίνητης περιουσίας
real estate asset
ουσιώδη στοιχεία
salient features
εφόσον
providing,provided that,since
σταθμίζω
weigh (up)
προκύπτω, απορρέω (νομικός όρος)
arise from, derive from
ιδρυτικές συνθήκες
founding treaties
αναθεωρητικές συνθήκες
revising treaties
πρωτογενές δίκαιο
primary law
παράγωγο δίκαιο
secondary law, derivative law
εθιμικό δίκαιο
customary law
εκδίδω π.δγμα
promulgate
προσυπογεγραμμένος
countersigned
αρμόδιος
competent
ανίκανος
incompetent
καθ’ ύλην αρμόδιος
relevant
παντοδύναμος
omnipotent
εφαρμοστέος νόμος
enforceable law, applicaple law
παραβίαση (δικαιωμάτων)
infringement (for rights)
παραβιάζω το νόμο
violate the law
περιθώριο
fringe
παράβαση καθήκοντος
breach of duty
κατάχρηση εξουσίας
abuse of power
πειθαρχικό παράπτωμα
breach of discipline, disciplinary breach
ειδάλλως
or else, otherwise
οντότητα
entity
νομικό πρόσωπο
legal entity
ένδικο μέσο
judicial remedy
Εφημ. της Κυβερν.
the Government Gazzette (G.B.), the Official Journal (USA)
διαδικασία λήψης απόφασης
decision making process
διαδικασία σύμφωνης γνώμης
assent procedure
γνώμη, γνωμοδότηση
opinion
πλαίσιο
framework
υπουργικές αποφάσεις
ministerial decisions
κανονιστική πράξη
regulatory act
τόσο στον….όσο και στον…
both…and…
έννομη τάξη
legal order
νομοθέτημα (γενικώς)
statute
νομοθετικό κείμενο
statutory text
ωστόσο (στην αρχή πρότασης ή μετά από άνω τελεία, ενώ το δεύτερο μπαίνει και στο τέλος της πρότασης)
although, however
ωστόσο (μπαίνουν ανάμεσα σε κόμματα)
but, though
ωστόσο (όχι στο τέλος πρότασης)
nevertheless, nonetheless
λειτουργία με την έννοια του σκοπού
function
λειτουργία με την έννοια του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί
functionning
λειτουργία για 1η φορά
operation
περιουσιακά στοιχεία
assets
άϋλος
intangible
πιστωτής
creditor
θέτω σε εκκαθάριση
wind up
ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω
liquidate
Ο.Τ.Α.
local government organisations
πρόταση, συλλογισμός
the premise
μείζων/ελάσσων πρόταση
the major/minor premise
ανακαλώ, ανάκληση
revoke, revocation
επικαλούμαι
invoke
έτσι
hence, thus, so
μέσω
by
μέσω (για Μ.Μ.Επικοινωνίας)
via
ωστόσο (επίσημο)
nonetheless
αποφασιστικής σημασίας
descisive
δηλαδή (πρέπει όμως να κατονομάζει & να επεξηγεί ακριβώς το γενικό που προσδιορίζει)
namely
βάσιμα
argueably, on good grounds, in a reason way
εξουσιοδοτικός νόμος
delegating law
ακέραιος
integre
1) εξαιρετική ικανότητα 2) αρμοδιότητα
competence
αξίωμα
office
1) αξιωματούχος 2) υπάλληλος
official
ακέραιος
integre
όποιος έχει σπουδάσει νομική (όχι απαραίτητα δικηγόρος)
lawyer
λειτούργημα
function
δημόσιος λειτουργός
public functionary
μετάθεση
reassignment, transfer
απόσπαση
detachment
αντίστοιχος
respective