English 3 Flashcards
consummate
ολοκληρώνω, ολοκληρωμένος, επιδέξιος, ικανός, άριστος, καταπληκτικός
apt
εύστοχος, κατάλληλος, επιρρεπής, ευφυής, ικανός
gnawing
ροκάνισμα, μασούλημα, μάσημα, ενοχλητικός, επίμονος
entice
δελεάζω, παρασύρω, πείθω, σαγηνεύω
voluble
ομηλιτικός, λαλίστατος, ευφράδης, εύγλωττoς
whirl
περιστρέφομαι, στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, σβούρα
indiscretion
αδιακρισία, απερισκεψία
truncate
cut [sth] short, κονταίνω κάτι κόβοντας το
recess
διάλειμμα, διακοπή, εσοχή, κόγχη
chattel
κινητή περιουσία, σκλάβος, δούλος
swap
ανταλλαγή, αντικατάσταση
consort
σύντροφος, σύζυγος
infer
συμπεραίνω, συνάγω, εξάγω, τεκμαίρομαι
furtive
κρυφά, μουλωχτά, στα κλεφτά
impugn
αμφισβητώ
flinch
πετιέμαι απότομα, μαζεύομαι, ζαρώνω
bland
άνοστο
abhor
απεχθάνομαι, αποστρέφομαι
twinge
σπασμός
homely
άκομσος, άσχημος, λιτός, απλός
reek
ζέχνω, μπόχα, δυσωδία, βρομάω
unassailable
αδιάσειστος, αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος, ακλόνητος, απόρθητος, ανθεκτικός
rugged
σκληρός, σκληραγωγημένος,στιβαρός, τραχυς, δύσβατος
bleat
βελάζω, μουρμούρα, γκρίνια
sinister
δυσοίωνος, κακός, απειλητικός, δόλιος, καταχθόνιος
ravishing
γοητευτικός, σαγηνευτικός, εκθαμβωτικός
spanner
γαλλικό κλειδί, δημιουργώ πρόβλημα, θέτω εμπόδια
grim
απαγορευτικός, μη φιλόξενος, δυσπρόσιτος
abase
υποβαθμίζω, φθείρω, καταστρέφω, οδηγώ κτ σε παρακμή
wreak
προξενώ-προκαλώ κτ σε
pervade
διαχέομαι, διαποτίζω, διαπερνώ
plump
παχουλός, στρογγυλεμένος, πετάω, φουσκώνω
qualm
ενοχή, τύψη, αίσθημα αμφιβολίας, ανησυχίας, φόβου
brimming
γεμάτος, ξέχειλος