Chapter 45 Flashcards
Δέδοικα/δέδια (pluperf. εδεδοίκη/εδεδίη), —, έδεισα, —
(+acc. or +infin./fear clause) fear, be afraid (of)
Βουλεύω, βουλεύσω, εβούλευσα, βεβούλευκα
Take counsel; (+effort clause) plan, deliberate (how to); (+infin.) decide (to)
Επιμελέομαι, επιμελήσομαι, —, —
(+gen. or +infin./effort clause) take care (of/to)
Εσθίω, έδομαι, έφαγον, εδήδοκα
Eat
Καθεύδω (imperf. εκάθευδον or καθηΰδον), καθευδήσω, —, —
Sleep, be asleep
Μηχανάομαι, μηχανήσομαι, εμηχανησάμην, —
(+infin. or effort clause) contrive (to), devise (to)
σκοπέω (or σκέπτομαι), σκέψομαι, εσκεψάμην, —
(+fear or neg. effort clause) look into, examine
Μηχανή, -ής, η
Machine, device, contrivance
σΐτος, -ου, ο
Grain, food (pl.=neuter σΐτα)
ύπνος, -ου, ο
Sleep