Chapter 19 Flashcards
αἰσχύνομαι, αἰσχυνοῦμαι, ____, ____, ᾔσχυμμαι, ᾔσχύνθην
to be ashamed, feel shame before
ἀπόλλυμι, ἀπολῶ, ἀπώλεσα (tr.)/ ἀπωλόμην (intr.), ἀπολώλεκα (tr.)/ ἀπόλωλα(intr.), ____, ____
to kill, lose; (mid and intr.) die, cease to exist
____, ἐρήσομαι, ἠρόμην, ____, ____, ____
to ask
____, ἀνερήσομαι, ἀνηρόμην, ____, ____, ____
to ask
εὑρίσκω, εὑρήσω, ηὗρον, ηὕρηκα, ηὕρημαι, ηὑρέθην
to find, discover
ἕως (conj.)
as long as, while; until
ἡγέομαι, ἡγήσομαι, ἡγησάμην, ____, ἥγημαι, ἡγήθην (+____)
lead the way; be commander; rule (+gen); believe
ἴσος, ἴση, ἴσον
equal, fair; flat
ἴσως (adv.)
equally; perhaps
καινός, καινή, καινόν
new, strange
κέρδος, κέρδους, τό
gain, profit
κρίνω, κρινῶ, ἔκρινα, κέκρικα, κέκριμαι, ἐκρίθην
to separate, decide, judge
ἀποκρίνομαι, ἀποκρινοῦμαι, ἀπεκρινάμην, ____, ἀποκέκριμαι , ____
to answer
κριτής, κριτοῦ, ὁ
judge
λύπη, λύπης, ἡ
pain, grief
μάλα (adv.)
very
μέχρι (conj.)
as long as; until
νόσος, νόσου, ἡ
sickness
οἶδα, εἴσομαι, ____, ____, ____, ____
to know
σύνοιδα (+____)
be aware, know (+dat.)
ὀλίγος, ὀλίγη, ὀλίγον
litte; pl. few
πρίν (conj.) (+____)
(+infin) before
(+indic., or + ἄν νad subj.) until
πρότερος, προτέρα, πρότερον
former, superior
πρότερον (adv.)
before, earlier
ὕστερος, ὑστέρα, ὕστερον
later
ὕστερον (adv.)
later
ὕστατος, ὑστάτη, ὕστατον
last
χρόνος, χρόνου, ὁ
time