Chapter 17 Flashcards
1
Q
δέχομαι, δέξομαι, ἐδεξάμην,—-, δέδεγμαι,—-
A
to receive
2
Q
λύομαι
A
to ransom
3
Q
μάχομαι, μαχοῦμαι, ἐμαχεσάμην,—-, μεμάχημαι,—- (+dat)
A
to fight
4
Q
μιμνῄσκω/μιμνήσκω, μνήσω, ἔμνησα,—-, μέμνημαι, ἐμνήσθην
A
to remind
5
Q
μιμνῄσκομαι/μιμνήσκομαι
A
to remember, mention
6
Q
ὀνομάζω, ὀνομάσω, ὠνόμασα, ὠνόμακα, ὠνόμασμαι, ὠνομάσθην
A
to name, call (by name)
7
Q
παύομαι (+gen)
A
cease from
8
Q
πείθομαι, πείσομαι, ἐπιθόμην,—-, πέπεισμαι, ἐπείσθην (+dat)
A
to obey
9
Q
πορεύω, πορεύσω, ἐπόρευσα,—-, πεπόρευμαι, ἐπορεύθην
A
to carry, convey
10
Q
πορεύομαι
A
to march, journey
11
Q
αἰχμάλωτος, αἰχμαλώτου, ὁ
A
prisoner (of war)
12
Q
κεφαλή, κεφαλῆς, ἡ
A
head
13
Q
μήν, μηνός, ὁ
A
month
14
Q
νόμος, νόμου, ὁ
A
law
15
Q
χρόνος, χρόνου, ὁ
A
time