Chapter 1 (40) (KMP) Flashcards
ἀπαγγέλλω
FAI AAI PfAI PfMI API
I announce, proclaim, report (v.)
απἀγγελῶ απἤγγειλα απἤγγελκα απἤγγελμαι απἠγγελθην
ἀποδίδωµι
FAI AAI PfAI PfMI API
I give away, pay, return (v.)
ἀποδώσω ἀπέδωκα ἀποδέδωκα ἀποδέδοµαι ἀπεδόθην
ἄρα
so, then, consequently (particle)
ἄφεσις
forgiveness (n.)
ἡ
ἄχρι
until (adv.)
βάπτισµα
baptism (n.)
τό
δεύτερος
second (adj./adv.)
διακονέω
FAI AAI - - API
I serve (v.)
```
διηκόνουν
διακονήσω
διηκόνησα
-
-
διηκονήθην
~~~
διέρχοµαι
FAI AAI PfAI - -
I go through, cross over (v.)
διελεύσομαι διῆλθον διελήλυθα - -
ἐκπορεύοµαι
```
Impf.
FAI
-
-
-
-
~~~
I go out, come out (v.)
```
ἐξεπορευόμην
ἐκπορεύσομαι
-
-
-
-
~~~
ἐνδύω
- AAI - PfMI -
I clothe myself, put on, wear (v.)
- ἐνέδυσα - ἐνδέδυμαι -
ἐπιγινώσκω
FAI AAI PfAI - API
I know, understand, recognize (v.)
ἐπιγνώσομαι ἐπέγνων ἐπέγνωκα - ἐπεγνώσθην
ἔρηµος
desert, wilderness (n.)
ἡ
ἑτοιµάζω
FAI AAI PfAI PfMI API
I make ready, prepare (v.)
ἑτοιμάσω ἡτοίμασα ἡτοίμακα ἡτοίμασμαι ἡτοιμάσθην
ἔτος, -ους
year (n.)
τό
εὐδοκέω
```
Impf.
-
AAI
-
-
-
~~~
I am well pleased, approve (v.)
```
ηὐδόκησα
-
εὐδόκησα/ηὐδόκησα
-
-
-
~~~
Ἠσαΐας
Isaiah (n.)
ὁ
θηρίον
animal, beast (n.)
τό
θλῖψις, -εως
tribulation, affliction, oppression (n.)
ἡ
θρίξ
hair (n.)
ἡ
ἱκανός
qualified, able (adj.)
Ἰορδάνης
the Jordan (n.) ὁ
ἰσχυρός
strong, mighty, powerful (adj.)
καθίζω
FAI AAI PfAI - -
I cause to sit down, appoint (v.)
καθίσω ἐκάθισα κεκάθικα - -