Active Present Indicative Flashcards
Conjugate in the Present Indicative:
**To love
(αγαπώ)**
αγαπώ or αγαπάω
(Present Indicative)
- αγαπώ or αγαπάω
- αγαπάς
- αγαπά or αγαπάει
- αγαπούμε or αγαπάμε
- αγαπάτε
- αγαπούν, αγαπούνε, αγαπάν or αγαπάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To buy
(αγοράζω)**
αγοράζω
(Present Indicative)
- αγοράζω
- αγοράζεις
- αγοράζει
- αγοράζουμε
- αγοράζετε
- αγοράζουν or αγοράζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To disregard
(αδιαφορώ)**
αδιαφορώ
(Present Indicative)
- αδιαφορώ
- αδιαφορείς
- αδιαφορεί
- αδιαφορούμε
- αδιαφορείτε
- αδιαφορούν or αδιαφορούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To follow
(ακολουθώ)**
ακολουθώ
(Present Indicative)
- ακολουθώ
- ακολουθείς
- ακολουθεί
- ακολουθούμε
- ακολουθείτε
- ακολουθούν or ακολουθούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To hear
(ακούω)**
ακούω
(Present Indicative)
- ακούω
- ακούς
- ακούει
- ακούμε
- ακούτε
- ακούν or ακούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To change
(αλλάζω)**
αλλάζω
(Present Indicative)
- αλλάζω
- αλλάζεις
- αλλάζει
- αλλάζουμε
- αλλάζετε
- αλλάζουν or αλλάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To postpone
(αναβάλλω)**
αναβάλλω
(Present Indicative)
- αναβάλλω
- αναβάλλεις
- αναβάλλει
- αναβάλλουμε
- αναβάλλετε
- αναβάλλουν or αναβάλλουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To light
(ανάβω)**
ανάβω
(Present Indicative)
- ανάβω
- ανάβεις
- ανάβει
- ανάβουμε
- ανάβετε
- ανάβουν or ανάβουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To recognise
(αναγνωρίζω)**
αναγνωρίζω
(Present Indicative)
- αναγνωρίζω
- αναγνωρίζεις
- αναγνωρίζει
- αναγνωρίζουμε
- αναγνωρίζετε
- αναγνωρίζουν or αναγνωρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To ascend
(ανεβαίνω)**
ανεβαίνω
(Present Indicative)
- ανεβαίνω
- ανεβαίνεις
- ανεβαίνει
- ανεβαίνουμε
- ανεβαίνετε
- ανεβαίνουν or ανεβαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To open
(ανοίγω)**
ανοίγω
(Present Indicative)
- ανοίγω
- ανοίγεις
- ανοίγει
- ανοίγουμε
- ανοίγετε
- ανοίγουν or ανοίγουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To answer
(απαντώ)**
απαντώ or απαντάω
(Present Indicative)
- απαντώ or απαντάω
- απαντάς
- απαντά or απαντάει
- απαντούμε or απαντάμε
- απαντάτε
- απαντούν, απαντούνε, απαντάν or απαντάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To prove
(αποδείχνω)**
αποδείχνω
(Present Indicative)
- αποδείχνω
- αποδείχνεις
- αποδείχνει
- αποδείχνουμε
- αποδείχνετε
- αποδείχνουν or αποδείχνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To enjoy
(απολαμβάνω)**
απολαμβάνω
(Present Indicative)
- απολαμβάνω
- απολαμβάνεις
- απολαμβάνει
- απολαμβάνουμε
- απολαμβάνετε
- απολαμβάνουν or απολαμβάνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To please (usually only 3rd person)
(αρέσω)**
αρέσω
(Present Indicative)
- αρέσω
- αρέσεις
- αρέσει
- αρέσουμε
- αρέσετε
- αρέσουν or αρέσουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To begin
(αρχίζω)**
αρχίζω
(Present Indicative)
- αρχίζω
- αρχίζεις
- αρχίζει
- αρχίζουμε
- αρχίζετε
- αρχίζουν or αρχίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To place, put
(βάζω)**
βάζω
(Present Indicative)
- βάζω
- βάζεις
- βάζει
- βάζουμε
- βάζετε
- βάζουν or βάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To paint
(βάφω)**
βάφω
(Present Indicative)
- βάφω
- βάφεις
- βάφει
- βάφουμε
- βάφετε
- βάφουν or βάφουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To draw, take out, pick
(βγάζω)**
βγάζω
(Present Indicative)
- βγάζω
- βγάζεις
- βγάζει
- βγάζουμε
- βγάζετε
- βγάζουν or βγάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To come out, emerge, exit
(βγαίνω)**
βγαίνω
(Present Indicative)
- βγαίνω
- βγαίνεις
- βγαίνει
- βγαίνουμε
- βγαίνετε
- βγαίνουν or βγαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To cough
(βήχω)**
βήχω
(Present Indicative)
- βήχω
- βήχεις
- βήχει
- βήχουμε
- βήχετε
- βήχουν or βήχουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To damage, harm
(βλάπτω)**
βλάπτω
(Present Indicative)
- βλάπτω
- βλάπτεις
- βλάπτει
- βλάπτουμε
- βλάπτετε
- βλάπτουν or βλάπτουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To see
(βλέπω)**
βλέπω
(Present Indicative)
- βλέπω
- βλέπεις
- βλέπει
- βλέπουμε
- βλέπετε
- βλέπουν or βλέπουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To help
(βοηθώ)**
βοηθώ or βοηθάω
(Present Indicative)
- βοηθώ or βοηθάω
- βοηθάς
- βοηθά or βοηθάει
- βοηθούμε or βοηθάμε
- βοηθάτε
- βοηθούν, βοηθούνε, βοηθάν or βοηθάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To boil
(βράζω)**
βράζω
(Present Indicative)
- βράζω
- βράζεις
- βράζει
- βράζουμε
- βράζετε
- βράζουν or βράζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To rain (only 3rd person singular)
(βρέχει)**
N/A
(Present Indicative)
- N/A
- N/A
- βρέχει
- N/A
- N/A
- N/A
Conjugate in the Present Indicative:
**To find
(βρίσκω)**
βρίσκω
(Present Indicative)
- βρίσκω
- βρίσκεις
- βρίσκει
- βρίσκουμε
- βρίσκετε
- βρίσκουν or βρίσκουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To laugh
(γελώ)**
γελώ or γελάω
(Present Indicative)
- γελώ or γελάω
- γελάς
- γελά or γελάει
- γελούμε or γελάμε
- γελάτε
- γελούν, γελούνε, γελάν or γελάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To fill
(γεμίζω)**
γεμίζω
(Present Indicative)
- γεμίζω
- γεμίζεις
- γεμίζει
- γεμίζουμε
- γεμίζετε
- γεμίζουν or γεμίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To celebrate
(γιορτάζω)**
γιορτάζω
(Present Indicative)
- γιορτάζω
- γιορτάζεις
- γιορτάζει
- γιορτάζουμε
- γιορτάζετε
- γιορτάζουν or γιορτάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To party, revel
(γλεντώ)**
γλεντώ or γλεντάω
(Present Indicative)
- γλεντώ or γλεντάω
- γλεντάς
- γλεντά or γλεντάει
- γλεντούμε or γλεντάμε
- γλεντάτε
- γλεντούν, γλεντούνε, γλεντάν or γλεντάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To get away with
(γλυτώνω)**
γλυτώνω
(Present Indicative)
- γλυτώνω
- γλυτώνεις
- γλυτώνει
- γλυτώνουμε
- γλυτώνετε
- γλυτώνουν or γλυτώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To know, meet, recognise
(γνωρίζω)**
γνωρίζω
(Present Indicative)
- γνωρίζω
- γνωρίζεις
- γνωρίζει
- γνωρίζουμε
- γνωρίζετε
- γνωρίζουν or γνωρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To write
(γράφω)**
γράφω
(Present Indicative)
- γράφω
- γράφεις
- γράφει
- γράφουμε
- γράφετε
- γράφουν or γράφουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To come back, return
(γυρίζω)**
γυρίζω
(Present Indicative)
- γυρίζω
- γυρίζεις
- γυρίζει
- γυρίζουμε
- γυρίζετε
- γυρίζουν or γυρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To bite
(δαγκώνω)**
δαγκώνω
(Present Indicative)
- δαγκώνω
- δαγκώνεις
- δαγκώνει
- δαγκώνουμε
- δαγκώνετε
- δαγκώνουν or δαγκώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To cry
(δακρύζω)**
δακρύζω
(Present Indicative)
- δακρύζω
- δακρύζεις
- δακρύζει
- δακρύζουμε
- δακρύζετε
- δακρύζουν or δακρύζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To tame
(δαμάζω)**
δαμάζω
(Present Indicative)
- δαμάζω
- δαμάζεις
- δαμάζει
- δαμάζουμε
- δαμάζετε
- δαμάζουν or δαμάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To lend
(δανείζω)**
δανείζω
(Present Indicative)
- δανείζω
- δανείζεις
- δανείζει
- δανείζουμε
- δανείζετε
- δανείζουν or δανείζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To spend, expend
(δαπανώ)**
δαπανώ or δαπανάω
(Present Indicative)
- δαπανώ or δαπανάω
- δαπανάς
- δαπανά or δαπανάει
- δαπανούμε or δαπανάμε
- δαπανάτε
- δαπανούν, δαπανούνε, δαπανάν or δαπανάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To show
(δείχνω)**
δείχνω
(Present Indicative)
- δείχνω
- δείχνεις
- δείχνει
- δείχνουμε
- δείχνετε
- δείχνουν or δείχνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To tie
(δένω)**
δένω
(Present Indicative)
- δένω
- δένεις
- δένει
- δένουμε
- δένετε
- δένουν or δένουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To beat
(δέρνω)**
δέρνω
(Present Indicative)
- δέρνω
- δέρνεις
- δέρνει
- δέρνουμε
- δέρνετε
- δέρνουν or δέρνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To poison
(δηλητηριάζω)**
δηλητηριάζω
(Present Indicative)
- δηλητηριάζω
- δηλητηριάζεις
- δηλητηριάζει
- δηλητηριάζουμε
- δηλητηριάζετε
- δηλητηριάζουν or δηλητηριάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To poison
(δημιουργώ)**
δημιουργώ
(Present Indicative)
- δημιουργώ
- δημιουργείς
- δημιουργεί
- δημιουργούμε
- δημιουργείτε
- δημιουργούν or δημιουργούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To read
(διαβάζω)**
διαβάζω
(Present Indicative)
- διαβάζω
- διαβάζεις
- διαβάζει
- διαβάζουμε
- διαβάζετε
- διαβάζουν or διαβάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To discern, perceive, distinguish
(διακρίνω)**
διακρίνω
(Present Indicative)
- διακρίνω
- διακρίνεις
- διακρίνει
- διακρίνουμε
- διακρίνετε
- διακρίνουν or διακρίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To choose
(διαλέγω)**
διαλέγω
(Present Indicative)
- διαλέγω
- διαλέγεις
- διαλέγει
- διαλέγουμε
- διαλέγετε
- διαλέγουν or διαλέγουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To last for
(διαρκώ)**
διαρκώ
(Present Indicative)
- διαρκώ
- διαρκείς
- διαρκεί
- διαρκούμε
- διαρκείτε
- διαρκούν or διαρκούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To have a good time
(διασκεδάζω)**
διασκεδάζω
(Present Indicative)
- διασκεδάζω
- διασκεδάζεις
- διασκεδάζει
- διασκεδάζουμε
- διασκεδάζετε
- διασκεδάζουν or διασκεδάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To disagree
(διαφωνώ)**
διαφωνώ
(Present Indicative)
- διαφωνώ
- διαφωνείς
- διαφωνεί
- διαφωνούμε
- διαφωνείτε
- διαφωνούν or διαφωνούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To give
(δίνω)**
δίνω
(Present Indicative)
- δίνω
- δίνεις
- δίνει
- δίνουμε
- δίνετε
- δίνουν or δίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To correct
(διορθώνω)**
διορθώνω
(Present Indicative)
- διορθώνω
- διορθώνεις
- διορθώνει
- διορθώνουμε
- διορθώνετε
- διορθώνουν or διορθώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To fold
(διπλώνω)**
διπλώνω
(Present Indicative)
- διπλώνω
- διπλώνεις
- διπλώνει
- διπλώνουμε
- διπλώνετε
- διπλώνουν or διπλώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To thirst
(διψώ)**
διψώ or διψάω
(Present Indicative)
- διψώ or διψάω
- διψάς
- διψά or διψάει
- διψούμε or διψάμε
- διψάτε
- διψούν, διψούνε, διψάν or διψάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To try
(δοκιμάζω)**
δοκιμάζω
(Present Indicative)
- δοκιμάζω
- δοκιμάζεις
- δοκιμάζει
- δοκιμάζουμε
- δοκιμάζετε
- δοκιμάζουν or δοκιμάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To work
(δουλεύω)**
δουλεύω
(Present Indicative)
- δουλεύω
- δουλεύεις
- δουλεύει
- δουλεύουμε
- δουλεύετε
- δουλεύουν or δουλεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To libel, slander, disparage
(δυσφημώ)**
δυσφημώ
(Present Indicative)
- δυσφημώ
- δυσφημείς
- δυσφημεί
- δυσφημούμε
- δυσφημείτε
- δυσφημούν or δυσφημούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To donate, gift
(δωρίζω)**
δωρίζω
(Present Indicative)
- δωρίζω
- δωρίζεις
- δωρίζει
- δωρίζουμε
- δωρίζετε
- δωρίζουν or δωρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To abandon, quit
(εγκαταλείπω)**
εγκαταλείπω
(Present Indicative)
- εγκαταλείπω
- εγκαταλείπεις
- εγκαταλείπει
- εγκαταλείπουμε
- εγκαταλείπετε
- εγκαταλείπουν or εγκαταλείπουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To am
(είμαι)**
είμαι
(Present Indicative)
- είμαι
- είσαι
- είναι
- είμαστε
- είσαστε or είστε
- είναι
Conjugate in the Present Indicative:
**To insert, introduce, bring in
(εισάγω)**
εισάγω
(Present Indicative)
- εισάγω
- εισάγεις
- εισάγει
- εισάγουμε
- εισάγετε
- εισάγουν or εισάγουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To receive payment
(εισπράττω)**
εισπράττω
(Present Indicative)
- εισπράττω
- εισπράττεις
- εισπράττει
- εισπράττουμε
- εισπράττετε
- εισπράττουν or εισπράττουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To estimate, rate, esteem
(εκτιμώ)**
εκτιμώ or εκτιμάω
(Present Indicative)
- εκτιμώ or εκτιμάω
- εκτιμάς
- εκτιμά or εκτιμάει
- εκτιμούμε or εκτιμάμε
- εκτιμάτε
- εκτιμούν, εκτιμούνε, εκτιμάν or εκτιμάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To express
(εκφράζω)**
εκφράζω
(Present Indicative)
- εκφράζω
- εκφράζεις
- εκφράζει
- εκφράζουμε
- εκφράζετε
- εκφράζουν or εκφράζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To downscale, lessen
(ελαττώνω)**
ελαττώνω
(Present Indicative)
- ελαττώνω
- ελαττώνεις
- ελαττώνει
- ελαττώνουμε
- ελαττώνετε
- ελαττώνουν or ελαττώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To check
(ελέγχω)**
ελέγχω
(Present Indicative)
- ελέγχω
- ελέγχεις
- ελέγχει
- ελέγχουμε
- ελέγχετε
- ελέγχουν or ελέγχουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To free
(ελευθερώνω)**
ελευθερώνω
(Present Indicative)
- ελευθερώνω
- ελευθερώνεις
- ελευθερώνει
- ελευθερώνουμε
- ελευθερώνετε
- ελευθερώνουν or ελευθερώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To hope
(ελπίζω)**
ελπίζω
(Present Indicative)
- ελπίζω
- ελπίζεις
- ελπίζει
- ελπίζουμε
- ελπίζετε
- ελπίζουν or ελπίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To enrich
(εμπλουτίζω)**
εμπλουτίζω
(Present Indicative)
- εμπλουτίζω
- εμπλουτίζεις
- εμπλουτίζει
- εμπλουτίζουμε
- εμπλουτίζετε
- εμπλουτίζουν or εμπλουτίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To locate, track down
(εντοπίζω)**
εντοπίζω
(Present Indicative)
- εντοπίζω
- εντοπίζεις
- εντοπίζει
- εντοπίζουμε
- εντοπίζετε
- εντοπίζουν or εντοπίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To unite
(ενώνω)**
ενώνω
(Present Indicative)
- ενώνω
- ενώνεις
- ενώνει
- ενώνουμε
- ενώνετε
- ενώνουν or ενώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To explain
(εξηγώ)**
εξηγώ
(Present Indicative)
- εξηγώ
- εξηγείς
- εξηγεί
- εξηγούμε
- εξηγείτε
- εξηγούν or εξηγούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To serve, help
(εξυπηρετώ)**
εξυπηρετώ
(Present Indicative)
- εξυπηρετώ
- εξυπηρετείς
- εξυπηρετεί
- εξυπηρετούμε
- εξυπηρετείτε
- εξυπηρετούν or εξυπηρετούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To communicate, contact, get in touch
(επικοινωνώ)**
επικοινωνώ
(Present Indicative)
- επικοινωνώ
- επικοινωνείς
- επικοινωνεί
- επικοινωνούμε
- επικοινωνείτε
- επικοινωνούν or επικοινωνούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To return, come back, give back
(επιστρέφω)**
επιστρέφω
(Present Indicative)
- επιστρέφω
- επιστρέφεις
- επιστρέφει
- επιστρέφουμε
- επιστρέφετε
- επιστρέφουν or επιστρέφουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To prepare
(ετοιμάζω)**
ετοιμάζω
(Present Indicative)
- ετοιμάζω
- ετοιμάζεις
- ετοιμάζει
- ετοιμάζουμε
- ετοιμάζετε
- ετοιμάζουν or ετοιμάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To please, thank
(ευχαριστώ)**
ευχαριστώ
(Present Indicative)
- ευχαριστώ
- ευχαριστείς
- ευχαριστεί
- ευχαριστούμε
- ευχαριστείτε
- ευχαριστούν or ευχαριστούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To apply, carry out, implement
(εφαρμόζω)**
εφαρμόζω
(Present Indicative)
- εφαρμόζω
- εφαρμόζεις
- εφαρμόζει
- εφαρμόζουμε
- εφαρμόζετε
- εφαρμόζουν or εφαρμόζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To have
(έχω)**
έχω
(Present Indicative)
- έχω
- έχεις
- έχει
- έχουμε
- έχετε
- έχουν or έχουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To stun, daze
(ζαλίζω)**
ζαλίζω
(Present Indicative)
- ζαλίζω
- ζαλίζεις
- ζαλίζει
- ζαλίζουμε
- ζαλίζετε
- ζαλίζουν or ζαλίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To ask, request, demand
(ζητώ)**
ζητώ or ζητάω
(Present Indicative)
- ζητώ or ζητάω
- ζητάς
- ζητά or ζητάει
- ζητούμε or ζητάμε
- ζητάτε
- ζητούν, ζητούνε, ζητάν or ζητάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To live
(ζω)**
ζω
(Present Indicative)
- ζω
- ζεις
- ζει
- ζούμε
- ζείτε
- ζουν or ζούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To draw, paint
(ζωγραφίζω)**
ζωγραφίζω
(Present Indicative)
- ζωγραφίζω
- ζωγραφίζεις
- ζωγραφίζει
- ζωγραφίζουμε
- ζωγραφίζετε
- ζωγραφίζουν or ζωγραφίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To quieten, become calm
(ησυχάζω)**
ησυχάζω
(Present Indicative)
- ησυχάζω
- ησυχάζεις
- ησυχάζει
- ησυχάζουμε
- ησυχάζετε
- ησυχάζουν or ησυχάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To dazzle, blur
(θαμπώνω)**
θαμπώνω
(Present Indicative)
- θαμπώνω
- θαμπώνεις
- θαμπώνει
- θαμπώνουμε
- θαμπώνετε
- θαμπώνουν or θαμπώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To admire
(θαυμάζω)**
θαυμάζω
(Present Indicative)
- θαυμάζω
- θαυμάζεις
- θαυμάζει
- θαυμάζουμε
- θαυμάζετε
- θαυμάζουν or θαυμάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To want, wish
(θέλω)**
θέλω
(Present Indicative)
- θέλω
- θέλεις
- θέλει
- θέλουμε
- θέλετε
- θέλουν or θέλουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To harvest, reap
(θερίζω)**
θερίζω
(Present Indicative)
- θερίζω
- θερίζεις
- θερίζει
- θερίζουμε
- θερίζετε
- θερίζουν or θερίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To sweat
(ιδρώνω)**
ιδρώνω
(Present Indicative)
- ιδρώνω
- ιδρώνεις
- ιδρώνει
- ιδρώνουμε
- ιδρώνετε
- ιδρώνουν or ιδρώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To satisfy
(ικανοποιώ)**
ικανοποιώ
(Present Indicative)
- ικανοποιώ
- ικανοποιείς
- ικανοποιεί
- ικανοποιούμε
- ικανοποιείτε
- ικανοποιούν or ικανοποιούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To balance books
(ισοσκελίζω)**
ισοσκελίζω
(Present Indicative)
- ισοσκελίζω
- ισοσκελίζεις
- ισοσκελίζει
- ισοσκελίζουμε
- ισοσκελίζετε
- ισοσκελίζουν or ισοσκελίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To apply, am valid
(ισχύω)**
ισχύω
(Present Indicative)
- ισχύω
- ισχύεις
- ισχύει
- ισχύουμε
- ισχύετε
- ισχύουν or ισχύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To clean
(καθαρίζω)**
καθαρίζω
(Present Indicative)
- καθαρίζω
- καθαρίζεις
- καθαρίζει
- καθαρίζουμε
- καθαρίζετε
- καθαρίζουν or καθαρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To postpone, delay
(καθυστερώ)**
καθυστερώ
(Present Indicative)
- καθυστερώ
- καθυστερείς
- καθυστερεί
- καθυστερούμε
- καθυστερείτε
- καθυστερούν or καθυστερούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To burn
(καίω)**
καίω
(Present Indicative)
- καίω
- καις
- καίει
- καίμε
- καίτε
- καιν or καίνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To invite
(καλώ)**
καλώ
(Present Indicative)
- καλώ
- καλείς
- καλεί
- καλούμε
- καλείτε
- καλούν or καλούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To arrange, organize
(κανονίζω)**
κανονίζω
(Present Indicative)
- κανονίζω
- κανονίζεις
- κανονίζει
- κανονίζουμε
- κανονίζετε
- κανονίζουν or κανονίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To do
(κάνω)**
κάνω
(Present Indicative)
- κάνω
- κάνεις
- κάνει
- κάνουμε
- κάνετε
- κάνουν or κάνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To smoke
(καπνίζω)**
καπνίζω
(Present Indicative)
- καπνίζω
- καπνίζεις
- καπνίζει
- καπνίζουμε
- καπνίζετε
- καπνίζουν or καπνίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To nail
(καρφώνω)**
καρφώνω
(Present Indicative)
- καρφώνω
- καρφώνεις
- καρφώνει
- καρφώνουμε
- καρφώνετε
- καρφώνουν or καρφώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To deposit, testify, lay down
(καταθέτω)**
καταθέτω
(Present Indicative)
- καταθέτω
- καταθέτεις
- καταθέτει
- καταθέτουμε
- καταθέτετε
- καταθέτουν or καταθέτουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To understand
(καταλαβαίνω)**
καταλαβαίνω
(Present Indicative)
- καταλαβαίνω
- καταλαβαίνεις
- καταλαβαίνει
- καταλαβαίνουμε
- καταλαβαίνετε
- καταλαβαίνουν or καταλαβαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To empathise, appreciate, relate to
(κατανοώ)**
κατανοώ
(Present Indicative)
- κατανοώ
- κατανοείς
- κατανοεί
- κατανοούμε
- κατανοείτε
- κατανοούν or κατανοούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To end up, degenerate into
(καταντώ)**
καταντώ or καταντάω
(Present Indicative)
- καταντώ or καταντάω
- καταντάς
- καταντά or καταντάει
- καταντούμε or καταντάμε
- καταντάτε
- καταντούν, καταντούνε, καταντάν or καταντάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To produce, engineer, construct
(κατασκευάζω)**
κατασκευάζω
(Present Indicative)
- κατασκευάζω
- κατασκευάζεις
- κατασκευάζει
- κατασκευάζουμε
- κατασκευάζετε
- κατασκευάζουν or κατασκευάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To descend
(κατεβαίνω)**
κατεβαίνω
(Present Indicative)
- κατεβαίνω
- κατεβαίνεις
- κατεβαίνει
- κατεβαίνουμε
- κατεβαίνετε
- κατεβαίνουν or κατεβαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To accuse, charge
(κατηγορώ)**
κατηγορώ
(Present Indicative)
- κατηγορώ
- κατηγορείς
- κατηγορεί
- κατηγορούμε
- κατηγορείτε
- κατηγορούν or κατηγορούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To go downhill
(κατηφορίζω)**
κατηφορίζω
(Present Indicative)
- κατηφορίζω
- κατηφορίζεις
- κατηφορίζει
- κατηφορίζουμε
- κατηφορίζετε
- κατηφορίζουν or κατηφορίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To reside
(κατοικώ)**
κατοικώ
(Present Indicative)
- κατοικώ
- κατοικείς
- κατοικεί
- κατοικούμε
- κατοικείτε
- κατοικούν or κατοικούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To announce, declare, preach
(κηρύσσω)**
κηρύσσω
(Present Indicative)
- κηρύσσω
- κηρύσσεις
- κηρύσσει
- κηρύσσουμε
- κηρύσσετε
- κηρύσσουν or κηρύσσουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To endanger
(κινδυνεύω)**
κινδυνεύω
(Present Indicative)
- κινδυνεύω
- κινδυνεύεις
- κινδυνεύει
- κινδυνεύουμε
- κινδυνεύετε
- κινδυνεύουν or κινδυνεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To film
(κινηματογραφώ)**
κινηματογραφώ
(Present Indicative)
- κινηματογραφώ
- κινηματογραφείς
- κινηματογραφεί
- κινηματογραφούμε
- κινηματογραφείτε
- κινηματογραφούν or κινηματογραφούνε