Active Present Indicative Flashcards
Conjugate in the Present Indicative:
**To love
(αγαπώ)**
αγαπώ or αγαπάω
(Present Indicative)
- αγαπώ or αγαπάω
- αγαπάς
- αγαπά or αγαπάει
- αγαπούμε or αγαπάμε
- αγαπάτε
- αγαπούν, αγαπούνε, αγαπάν or αγαπάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To buy
(αγοράζω)**
αγοράζω
(Present Indicative)
- αγοράζω
- αγοράζεις
- αγοράζει
- αγοράζουμε
- αγοράζετε
- αγοράζουν or αγοράζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To disregard
(αδιαφορώ)**
αδιαφορώ
(Present Indicative)
- αδιαφορώ
- αδιαφορείς
- αδιαφορεί
- αδιαφορούμε
- αδιαφορείτε
- αδιαφορούν or αδιαφορούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To follow
(ακολουθώ)**
ακολουθώ
(Present Indicative)
- ακολουθώ
- ακολουθείς
- ακολουθεί
- ακολουθούμε
- ακολουθείτε
- ακολουθούν or ακολουθούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To hear
(ακούω)**
ακούω
(Present Indicative)
- ακούω
- ακούς
- ακούει
- ακούμε
- ακούτε
- ακούν or ακούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To change
(αλλάζω)**
αλλάζω
(Present Indicative)
- αλλάζω
- αλλάζεις
- αλλάζει
- αλλάζουμε
- αλλάζετε
- αλλάζουν or αλλάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To postpone
(αναβάλλω)**
αναβάλλω
(Present Indicative)
- αναβάλλω
- αναβάλλεις
- αναβάλλει
- αναβάλλουμε
- αναβάλλετε
- αναβάλλουν or αναβάλλουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To light
(ανάβω)**
ανάβω
(Present Indicative)
- ανάβω
- ανάβεις
- ανάβει
- ανάβουμε
- ανάβετε
- ανάβουν or ανάβουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To recognise
(αναγνωρίζω)**
αναγνωρίζω
(Present Indicative)
- αναγνωρίζω
- αναγνωρίζεις
- αναγνωρίζει
- αναγνωρίζουμε
- αναγνωρίζετε
- αναγνωρίζουν or αναγνωρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To ascend
(ανεβαίνω)**
ανεβαίνω
(Present Indicative)
- ανεβαίνω
- ανεβαίνεις
- ανεβαίνει
- ανεβαίνουμε
- ανεβαίνετε
- ανεβαίνουν or ανεβαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To open
(ανοίγω)**
ανοίγω
(Present Indicative)
- ανοίγω
- ανοίγεις
- ανοίγει
- ανοίγουμε
- ανοίγετε
- ανοίγουν or ανοίγουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To answer
(απαντώ)**
απαντώ or απαντάω
(Present Indicative)
- απαντώ or απαντάω
- απαντάς
- απαντά or απαντάει
- απαντούμε or απαντάμε
- απαντάτε
- απαντούν, απαντούνε, απαντάν or απαντάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To prove
(αποδείχνω)**
αποδείχνω
(Present Indicative)
- αποδείχνω
- αποδείχνεις
- αποδείχνει
- αποδείχνουμε
- αποδείχνετε
- αποδείχνουν or αποδείχνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To enjoy
(απολαμβάνω)**
απολαμβάνω
(Present Indicative)
- απολαμβάνω
- απολαμβάνεις
- απολαμβάνει
- απολαμβάνουμε
- απολαμβάνετε
- απολαμβάνουν or απολαμβάνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To please (usually only 3rd person)
(αρέσω)**
αρέσω
(Present Indicative)
- αρέσω
- αρέσεις
- αρέσει
- αρέσουμε
- αρέσετε
- αρέσουν or αρέσουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To begin
(αρχίζω)**
αρχίζω
(Present Indicative)
- αρχίζω
- αρχίζεις
- αρχίζει
- αρχίζουμε
- αρχίζετε
- αρχίζουν or αρχίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To place, put
(βάζω)**
βάζω
(Present Indicative)
- βάζω
- βάζεις
- βάζει
- βάζουμε
- βάζετε
- βάζουν or βάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To paint
(βάφω)**
βάφω
(Present Indicative)
- βάφω
- βάφεις
- βάφει
- βάφουμε
- βάφετε
- βάφουν or βάφουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To draw, take out, pick
(βγάζω)**
βγάζω
(Present Indicative)
- βγάζω
- βγάζεις
- βγάζει
- βγάζουμε
- βγάζετε
- βγάζουν or βγάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To come out, emerge, exit
(βγαίνω)**
βγαίνω
(Present Indicative)
- βγαίνω
- βγαίνεις
- βγαίνει
- βγαίνουμε
- βγαίνετε
- βγαίνουν or βγαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To cough
(βήχω)**
βήχω
(Present Indicative)
- βήχω
- βήχεις
- βήχει
- βήχουμε
- βήχετε
- βήχουν or βήχουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To damage, harm
(βλάπτω)**
βλάπτω
(Present Indicative)
- βλάπτω
- βλάπτεις
- βλάπτει
- βλάπτουμε
- βλάπτετε
- βλάπτουν or βλάπτουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To see
(βλέπω)**
βλέπω
(Present Indicative)
- βλέπω
- βλέπεις
- βλέπει
- βλέπουμε
- βλέπετε
- βλέπουν or βλέπουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To help
(βοηθώ)**
βοηθώ or βοηθάω
(Present Indicative)
- βοηθώ or βοηθάω
- βοηθάς
- βοηθά or βοηθάει
- βοηθούμε or βοηθάμε
- βοηθάτε
- βοηθούν, βοηθούνε, βοηθάν or βοηθάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To boil
(βράζω)**
βράζω
(Present Indicative)
- βράζω
- βράζεις
- βράζει
- βράζουμε
- βράζετε
- βράζουν or βράζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To rain (only 3rd person singular)
(βρέχει)**
N/A
(Present Indicative)
- N/A
- N/A
- βρέχει
- N/A
- N/A
- N/A
Conjugate in the Present Indicative:
**To find
(βρίσκω)**
βρίσκω
(Present Indicative)
- βρίσκω
- βρίσκεις
- βρίσκει
- βρίσκουμε
- βρίσκετε
- βρίσκουν or βρίσκουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To laugh
(γελώ)**
γελώ or γελάω
(Present Indicative)
- γελώ or γελάω
- γελάς
- γελά or γελάει
- γελούμε or γελάμε
- γελάτε
- γελούν, γελούνε, γελάν or γελάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To fill
(γεμίζω)**
γεμίζω
(Present Indicative)
- γεμίζω
- γεμίζεις
- γεμίζει
- γεμίζουμε
- γεμίζετε
- γεμίζουν or γεμίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To celebrate
(γιορτάζω)**
γιορτάζω
(Present Indicative)
- γιορτάζω
- γιορτάζεις
- γιορτάζει
- γιορτάζουμε
- γιορτάζετε
- γιορτάζουν or γιορτάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To party, revel
(γλεντώ)**
γλεντώ or γλεντάω
(Present Indicative)
- γλεντώ or γλεντάω
- γλεντάς
- γλεντά or γλεντάει
- γλεντούμε or γλεντάμε
- γλεντάτε
- γλεντούν, γλεντούνε, γλεντάν or γλεντάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To get away with
(γλυτώνω)**
γλυτώνω
(Present Indicative)
- γλυτώνω
- γλυτώνεις
- γλυτώνει
- γλυτώνουμε
- γλυτώνετε
- γλυτώνουν or γλυτώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To know, meet, recognise
(γνωρίζω)**
γνωρίζω
(Present Indicative)
- γνωρίζω
- γνωρίζεις
- γνωρίζει
- γνωρίζουμε
- γνωρίζετε
- γνωρίζουν or γνωρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To write
(γράφω)**
γράφω
(Present Indicative)
- γράφω
- γράφεις
- γράφει
- γράφουμε
- γράφετε
- γράφουν or γράφουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To come back, return
(γυρίζω)**
γυρίζω
(Present Indicative)
- γυρίζω
- γυρίζεις
- γυρίζει
- γυρίζουμε
- γυρίζετε
- γυρίζουν or γυρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To bite
(δαγκώνω)**
δαγκώνω
(Present Indicative)
- δαγκώνω
- δαγκώνεις
- δαγκώνει
- δαγκώνουμε
- δαγκώνετε
- δαγκώνουν or δαγκώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To cry
(δακρύζω)**
δακρύζω
(Present Indicative)
- δακρύζω
- δακρύζεις
- δακρύζει
- δακρύζουμε
- δακρύζετε
- δακρύζουν or δακρύζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To tame
(δαμάζω)**
δαμάζω
(Present Indicative)
- δαμάζω
- δαμάζεις
- δαμάζει
- δαμάζουμε
- δαμάζετε
- δαμάζουν or δαμάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To lend
(δανείζω)**
δανείζω
(Present Indicative)
- δανείζω
- δανείζεις
- δανείζει
- δανείζουμε
- δανείζετε
- δανείζουν or δανείζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To spend, expend
(δαπανώ)**
δαπανώ or δαπανάω
(Present Indicative)
- δαπανώ or δαπανάω
- δαπανάς
- δαπανά or δαπανάει
- δαπανούμε or δαπανάμε
- δαπανάτε
- δαπανούν, δαπανούνε, δαπανάν or δαπανάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To show
(δείχνω)**
δείχνω
(Present Indicative)
- δείχνω
- δείχνεις
- δείχνει
- δείχνουμε
- δείχνετε
- δείχνουν or δείχνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To tie
(δένω)**
δένω
(Present Indicative)
- δένω
- δένεις
- δένει
- δένουμε
- δένετε
- δένουν or δένουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To beat
(δέρνω)**
δέρνω
(Present Indicative)
- δέρνω
- δέρνεις
- δέρνει
- δέρνουμε
- δέρνετε
- δέρνουν or δέρνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To poison
(δηλητηριάζω)**
δηλητηριάζω
(Present Indicative)
- δηλητηριάζω
- δηλητηριάζεις
- δηλητηριάζει
- δηλητηριάζουμε
- δηλητηριάζετε
- δηλητηριάζουν or δηλητηριάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To poison
(δημιουργώ)**
δημιουργώ
(Present Indicative)
- δημιουργώ
- δημιουργείς
- δημιουργεί
- δημιουργούμε
- δημιουργείτε
- δημιουργούν or δημιουργούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To read
(διαβάζω)**
διαβάζω
(Present Indicative)
- διαβάζω
- διαβάζεις
- διαβάζει
- διαβάζουμε
- διαβάζετε
- διαβάζουν or διαβάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To discern, perceive, distinguish
(διακρίνω)**
διακρίνω
(Present Indicative)
- διακρίνω
- διακρίνεις
- διακρίνει
- διακρίνουμε
- διακρίνετε
- διακρίνουν or διακρίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To choose
(διαλέγω)**
διαλέγω
(Present Indicative)
- διαλέγω
- διαλέγεις
- διαλέγει
- διαλέγουμε
- διαλέγετε
- διαλέγουν or διαλέγουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To last for
(διαρκώ)**
διαρκώ
(Present Indicative)
- διαρκώ
- διαρκείς
- διαρκεί
- διαρκούμε
- διαρκείτε
- διαρκούν or διαρκούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To have a good time
(διασκεδάζω)**
διασκεδάζω
(Present Indicative)
- διασκεδάζω
- διασκεδάζεις
- διασκεδάζει
- διασκεδάζουμε
- διασκεδάζετε
- διασκεδάζουν or διασκεδάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To disagree
(διαφωνώ)**
διαφωνώ
(Present Indicative)
- διαφωνώ
- διαφωνείς
- διαφωνεί
- διαφωνούμε
- διαφωνείτε
- διαφωνούν or διαφωνούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To give
(δίνω)**
δίνω
(Present Indicative)
- δίνω
- δίνεις
- δίνει
- δίνουμε
- δίνετε
- δίνουν or δίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To correct
(διορθώνω)**
διορθώνω
(Present Indicative)
- διορθώνω
- διορθώνεις
- διορθώνει
- διορθώνουμε
- διορθώνετε
- διορθώνουν or διορθώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To fold
(διπλώνω)**
διπλώνω
(Present Indicative)
- διπλώνω
- διπλώνεις
- διπλώνει
- διπλώνουμε
- διπλώνετε
- διπλώνουν or διπλώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To thirst
(διψώ)**
διψώ or διψάω
(Present Indicative)
- διψώ or διψάω
- διψάς
- διψά or διψάει
- διψούμε or διψάμε
- διψάτε
- διψούν, διψούνε, διψάν or διψάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To try
(δοκιμάζω)**
δοκιμάζω
(Present Indicative)
- δοκιμάζω
- δοκιμάζεις
- δοκιμάζει
- δοκιμάζουμε
- δοκιμάζετε
- δοκιμάζουν or δοκιμάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To work
(δουλεύω)**
δουλεύω
(Present Indicative)
- δουλεύω
- δουλεύεις
- δουλεύει
- δουλεύουμε
- δουλεύετε
- δουλεύουν or δουλεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To libel, slander, disparage
(δυσφημώ)**
δυσφημώ
(Present Indicative)
- δυσφημώ
- δυσφημείς
- δυσφημεί
- δυσφημούμε
- δυσφημείτε
- δυσφημούν or δυσφημούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To donate, gift
(δωρίζω)**
δωρίζω
(Present Indicative)
- δωρίζω
- δωρίζεις
- δωρίζει
- δωρίζουμε
- δωρίζετε
- δωρίζουν or δωρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To abandon, quit
(εγκαταλείπω)**
εγκαταλείπω
(Present Indicative)
- εγκαταλείπω
- εγκαταλείπεις
- εγκαταλείπει
- εγκαταλείπουμε
- εγκαταλείπετε
- εγκαταλείπουν or εγκαταλείπουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To am
(είμαι)**
είμαι
(Present Indicative)
- είμαι
- είσαι
- είναι
- είμαστε
- είσαστε or είστε
- είναι
Conjugate in the Present Indicative:
**To insert, introduce, bring in
(εισάγω)**
εισάγω
(Present Indicative)
- εισάγω
- εισάγεις
- εισάγει
- εισάγουμε
- εισάγετε
- εισάγουν or εισάγουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To receive payment
(εισπράττω)**
εισπράττω
(Present Indicative)
- εισπράττω
- εισπράττεις
- εισπράττει
- εισπράττουμε
- εισπράττετε
- εισπράττουν or εισπράττουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To estimate, rate, esteem
(εκτιμώ)**
εκτιμώ or εκτιμάω
(Present Indicative)
- εκτιμώ or εκτιμάω
- εκτιμάς
- εκτιμά or εκτιμάει
- εκτιμούμε or εκτιμάμε
- εκτιμάτε
- εκτιμούν, εκτιμούνε, εκτιμάν or εκτιμάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To express
(εκφράζω)**
εκφράζω
(Present Indicative)
- εκφράζω
- εκφράζεις
- εκφράζει
- εκφράζουμε
- εκφράζετε
- εκφράζουν or εκφράζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To downscale, lessen
(ελαττώνω)**
ελαττώνω
(Present Indicative)
- ελαττώνω
- ελαττώνεις
- ελαττώνει
- ελαττώνουμε
- ελαττώνετε
- ελαττώνουν or ελαττώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To check
(ελέγχω)**
ελέγχω
(Present Indicative)
- ελέγχω
- ελέγχεις
- ελέγχει
- ελέγχουμε
- ελέγχετε
- ελέγχουν or ελέγχουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To free
(ελευθερώνω)**
ελευθερώνω
(Present Indicative)
- ελευθερώνω
- ελευθερώνεις
- ελευθερώνει
- ελευθερώνουμε
- ελευθερώνετε
- ελευθερώνουν or ελευθερώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To hope
(ελπίζω)**
ελπίζω
(Present Indicative)
- ελπίζω
- ελπίζεις
- ελπίζει
- ελπίζουμε
- ελπίζετε
- ελπίζουν or ελπίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To enrich
(εμπλουτίζω)**
εμπλουτίζω
(Present Indicative)
- εμπλουτίζω
- εμπλουτίζεις
- εμπλουτίζει
- εμπλουτίζουμε
- εμπλουτίζετε
- εμπλουτίζουν or εμπλουτίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To locate, track down
(εντοπίζω)**
εντοπίζω
(Present Indicative)
- εντοπίζω
- εντοπίζεις
- εντοπίζει
- εντοπίζουμε
- εντοπίζετε
- εντοπίζουν or εντοπίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To unite
(ενώνω)**
ενώνω
(Present Indicative)
- ενώνω
- ενώνεις
- ενώνει
- ενώνουμε
- ενώνετε
- ενώνουν or ενώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To explain
(εξηγώ)**
εξηγώ
(Present Indicative)
- εξηγώ
- εξηγείς
- εξηγεί
- εξηγούμε
- εξηγείτε
- εξηγούν or εξηγούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To serve, help
(εξυπηρετώ)**
εξυπηρετώ
(Present Indicative)
- εξυπηρετώ
- εξυπηρετείς
- εξυπηρετεί
- εξυπηρετούμε
- εξυπηρετείτε
- εξυπηρετούν or εξυπηρετούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To communicate, contact, get in touch
(επικοινωνώ)**
επικοινωνώ
(Present Indicative)
- επικοινωνώ
- επικοινωνείς
- επικοινωνεί
- επικοινωνούμε
- επικοινωνείτε
- επικοινωνούν or επικοινωνούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To return, come back, give back
(επιστρέφω)**
επιστρέφω
(Present Indicative)
- επιστρέφω
- επιστρέφεις
- επιστρέφει
- επιστρέφουμε
- επιστρέφετε
- επιστρέφουν or επιστρέφουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To prepare
(ετοιμάζω)**
ετοιμάζω
(Present Indicative)
- ετοιμάζω
- ετοιμάζεις
- ετοιμάζει
- ετοιμάζουμε
- ετοιμάζετε
- ετοιμάζουν or ετοιμάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To please, thank
(ευχαριστώ)**
ευχαριστώ
(Present Indicative)
- ευχαριστώ
- ευχαριστείς
- ευχαριστεί
- ευχαριστούμε
- ευχαριστείτε
- ευχαριστούν or ευχαριστούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To apply, carry out, implement
(εφαρμόζω)**
εφαρμόζω
(Present Indicative)
- εφαρμόζω
- εφαρμόζεις
- εφαρμόζει
- εφαρμόζουμε
- εφαρμόζετε
- εφαρμόζουν or εφαρμόζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To have
(έχω)**
έχω
(Present Indicative)
- έχω
- έχεις
- έχει
- έχουμε
- έχετε
- έχουν or έχουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To stun, daze
(ζαλίζω)**
ζαλίζω
(Present Indicative)
- ζαλίζω
- ζαλίζεις
- ζαλίζει
- ζαλίζουμε
- ζαλίζετε
- ζαλίζουν or ζαλίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To ask, request, demand
(ζητώ)**
ζητώ or ζητάω
(Present Indicative)
- ζητώ or ζητάω
- ζητάς
- ζητά or ζητάει
- ζητούμε or ζητάμε
- ζητάτε
- ζητούν, ζητούνε, ζητάν or ζητάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To live
(ζω)**
ζω
(Present Indicative)
- ζω
- ζεις
- ζει
- ζούμε
- ζείτε
- ζουν or ζούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To draw, paint
(ζωγραφίζω)**
ζωγραφίζω
(Present Indicative)
- ζωγραφίζω
- ζωγραφίζεις
- ζωγραφίζει
- ζωγραφίζουμε
- ζωγραφίζετε
- ζωγραφίζουν or ζωγραφίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To quieten, become calm
(ησυχάζω)**
ησυχάζω
(Present Indicative)
- ησυχάζω
- ησυχάζεις
- ησυχάζει
- ησυχάζουμε
- ησυχάζετε
- ησυχάζουν or ησυχάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To dazzle, blur
(θαμπώνω)**
θαμπώνω
(Present Indicative)
- θαμπώνω
- θαμπώνεις
- θαμπώνει
- θαμπώνουμε
- θαμπώνετε
- θαμπώνουν or θαμπώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To admire
(θαυμάζω)**
θαυμάζω
(Present Indicative)
- θαυμάζω
- θαυμάζεις
- θαυμάζει
- θαυμάζουμε
- θαυμάζετε
- θαυμάζουν or θαυμάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To want, wish
(θέλω)**
θέλω
(Present Indicative)
- θέλω
- θέλεις
- θέλει
- θέλουμε
- θέλετε
- θέλουν or θέλουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To harvest, reap
(θερίζω)**
θερίζω
(Present Indicative)
- θερίζω
- θερίζεις
- θερίζει
- θερίζουμε
- θερίζετε
- θερίζουν or θερίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To sweat
(ιδρώνω)**
ιδρώνω
(Present Indicative)
- ιδρώνω
- ιδρώνεις
- ιδρώνει
- ιδρώνουμε
- ιδρώνετε
- ιδρώνουν or ιδρώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To satisfy
(ικανοποιώ)**
ικανοποιώ
(Present Indicative)
- ικανοποιώ
- ικανοποιείς
- ικανοποιεί
- ικανοποιούμε
- ικανοποιείτε
- ικανοποιούν or ικανοποιούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To balance books
(ισοσκελίζω)**
ισοσκελίζω
(Present Indicative)
- ισοσκελίζω
- ισοσκελίζεις
- ισοσκελίζει
- ισοσκελίζουμε
- ισοσκελίζετε
- ισοσκελίζουν or ισοσκελίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To apply, am valid
(ισχύω)**
ισχύω
(Present Indicative)
- ισχύω
- ισχύεις
- ισχύει
- ισχύουμε
- ισχύετε
- ισχύουν or ισχύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To clean
(καθαρίζω)**
καθαρίζω
(Present Indicative)
- καθαρίζω
- καθαρίζεις
- καθαρίζει
- καθαρίζουμε
- καθαρίζετε
- καθαρίζουν or καθαρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To postpone, delay
(καθυστερώ)**
καθυστερώ
(Present Indicative)
- καθυστερώ
- καθυστερείς
- καθυστερεί
- καθυστερούμε
- καθυστερείτε
- καθυστερούν or καθυστερούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To burn
(καίω)**
καίω
(Present Indicative)
- καίω
- καις
- καίει
- καίμε
- καίτε
- καιν or καίνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To invite
(καλώ)**
καλώ
(Present Indicative)
- καλώ
- καλείς
- καλεί
- καλούμε
- καλείτε
- καλούν or καλούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To arrange, organize
(κανονίζω)**
κανονίζω
(Present Indicative)
- κανονίζω
- κανονίζεις
- κανονίζει
- κανονίζουμε
- κανονίζετε
- κανονίζουν or κανονίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To do
(κάνω)**
κάνω
(Present Indicative)
- κάνω
- κάνεις
- κάνει
- κάνουμε
- κάνετε
- κάνουν or κάνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To smoke
(καπνίζω)**
καπνίζω
(Present Indicative)
- καπνίζω
- καπνίζεις
- καπνίζει
- καπνίζουμε
- καπνίζετε
- καπνίζουν or καπνίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To nail
(καρφώνω)**
καρφώνω
(Present Indicative)
- καρφώνω
- καρφώνεις
- καρφώνει
- καρφώνουμε
- καρφώνετε
- καρφώνουν or καρφώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To deposit, testify, lay down
(καταθέτω)**
καταθέτω
(Present Indicative)
- καταθέτω
- καταθέτεις
- καταθέτει
- καταθέτουμε
- καταθέτετε
- καταθέτουν or καταθέτουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To understand
(καταλαβαίνω)**
καταλαβαίνω
(Present Indicative)
- καταλαβαίνω
- καταλαβαίνεις
- καταλαβαίνει
- καταλαβαίνουμε
- καταλαβαίνετε
- καταλαβαίνουν or καταλαβαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To empathise, appreciate, relate to
(κατανοώ)**
κατανοώ
(Present Indicative)
- κατανοώ
- κατανοείς
- κατανοεί
- κατανοούμε
- κατανοείτε
- κατανοούν or κατανοούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To end up, degenerate into
(καταντώ)**
καταντώ or καταντάω
(Present Indicative)
- καταντώ or καταντάω
- καταντάς
- καταντά or καταντάει
- καταντούμε or καταντάμε
- καταντάτε
- καταντούν, καταντούνε, καταντάν or καταντάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To produce, engineer, construct
(κατασκευάζω)**
κατασκευάζω
(Present Indicative)
- κατασκευάζω
- κατασκευάζεις
- κατασκευάζει
- κατασκευάζουμε
- κατασκευάζετε
- κατασκευάζουν or κατασκευάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To descend
(κατεβαίνω)**
κατεβαίνω
(Present Indicative)
- κατεβαίνω
- κατεβαίνεις
- κατεβαίνει
- κατεβαίνουμε
- κατεβαίνετε
- κατεβαίνουν or κατεβαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To accuse, charge
(κατηγορώ)**
κατηγορώ
(Present Indicative)
- κατηγορώ
- κατηγορείς
- κατηγορεί
- κατηγορούμε
- κατηγορείτε
- κατηγορούν or κατηγορούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To go downhill
(κατηφορίζω)**
κατηφορίζω
(Present Indicative)
- κατηφορίζω
- κατηφορίζεις
- κατηφορίζει
- κατηφορίζουμε
- κατηφορίζετε
- κατηφορίζουν or κατηφορίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To reside
(κατοικώ)**
κατοικώ
(Present Indicative)
- κατοικώ
- κατοικείς
- κατοικεί
- κατοικούμε
- κατοικείτε
- κατοικούν or κατοικούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To announce, declare, preach
(κηρύσσω)**
κηρύσσω
(Present Indicative)
- κηρύσσω
- κηρύσσεις
- κηρύσσει
- κηρύσσουμε
- κηρύσσετε
- κηρύσσουν or κηρύσσουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To endanger
(κινδυνεύω)**
κινδυνεύω
(Present Indicative)
- κινδυνεύω
- κινδυνεύεις
- κινδυνεύει
- κινδυνεύουμε
- κινδυνεύετε
- κινδυνεύουν or κινδυνεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To film
(κινηματογραφώ)**
κινηματογραφώ
(Present Indicative)
- κινηματογραφώ
- κινηματογραφείς
- κινηματογραφεί
- κινηματογραφούμε
- κινηματογραφείτε
- κινηματογραφούν or κινηματογραφούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To move
(κινώ)**
κινώ
(Present Indicative)
- κινώ
- κινείς
- κινεί
- κινούμε
- κινείτε
- κινούν or κινούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To cry
(κλαίω)**
κλαίω
(Present Indicative)
- κλαίω
- κλαις
- κλαίει
- κλαίμε
- κλαίτε
- κλαίν or κλαίνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To steal
(κλέβω)**
κλέβω
(Present Indicative)
- κλέβω
- κλέβεις
- κλέβει
- κλέβουμε
- κλέβετε
- κλέβουν or κλέβουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To lock
(κλειδώνω)**
κλειδώνω
(Present Indicative)
- κλειδώνω
- κλειδώνεις
- κλειδώνει
- κλειδώνουμε
- κλειδώνετε
- κλειδώνουν or κλειδώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To close
(κλείνω)**
κλείνω
(Present Indicative)
- κλείνω
- κλείνεις
- κλείνει
- κλείνουμε
- κλείνετε
- κλείνουν or κλείνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To kick, recoil
(κλωτσώ)**
κλωτσώ or κλωτσάω
(Present Indicative)
- κλωτσώ or κλωτσάω
- κλωτσάς
- κλωτσά or κλωτσάει
- κλωτσούμε or κλωτσάμε
- κλωτσάτε
- κλωτσούν, κλωτσούνε, κλωτσάν or κλωτσάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To cut
(κόβω)**
κόβω
(Present Indicative)
- κόβω
- κόβεις
- κόβει
- κόβουμε
- κόβετε
- κόβουν or κόβουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To see, look
(κοιτάζω)**
κοιτάζω
(Present Indicative)
- κοιτάζω
- κοιτάζεις
- κοιτάζει
- κοιτάζουμε
- κοιτάζετε
- κοιτάζουν or κοιτάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To cost
(κοστίζω)**
κοστίζω
(Present Indicative)
- κοστίζω
- κοστίζεις
- κοστίζει
- κοστίζουμε
- κοστίζετε
- κοστίζουν or κοστίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To converse, chat
(κουβεντιάζω)**
κουβεντιάζω
(Present Indicative)
- κουβεντιάζω
- κουβεντιάζεις
- κουβεντιάζει
- κουβεντιάζουμε
- κουβεντιάζετε
- κουβεντιάζουν or κουβεντιάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To button
(κουμπώνω)**
κουμπώνω
(Present Indicative)
- κουμπώνω
- κουμπώνεις
- κουμπώνει
- κουμπώνουμε
- κουμπώνετε
- κουμπώνουν or κουμπώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To wind up, tune up
(κουρδίζω)**
κουρδίζω
(Present Indicative)
- κουρδίζω
- κουρδίζεις
- κουρδίζει
- κουρδίζουμε
- κουρδίζετε
- κουρδίζουν or κουρδίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To hold
(κρατώ)**
κρατώ or κρατάω
(Present Indicative)
- κρατώ or κρατάω
- κρατάς
- κρατά or κρατάει
- κρατούμε or κρατάμε
- κρατάτε
- κρατούν, κρατούνε, κρατάν or κρατάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To judge, opine, consider
(κρίνω)**
κρίνω
(Present Indicative)
- κρίνω
- κρίνεις
- κρίνει
- κρίνουμε
- κρίνετε
- κρίνουν or κρίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To circulate, go around
(κυκλοφορώ)**
κυκλοφορώ
(Present Indicative)
- κυκλοφορώ
- κυκλοφορείς
- κυκλοφορεί
- κυκλοφορούμε
- κυκλοφορείτε
- κυκλοφορούν or κυκλοφορούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To ring, circle, encircle
(κυκλώνω)**
κυκλώνω
(Present Indicative)
- κυκλώνω
- κυκλώνεις
- κυκλώνει
- κυκλώνουμε
- κυκλώνετε
- κυκλώνουν or κυκλώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To overcome, conquer
(κυριεύω)**
κυριεύω
(Present Indicative)
- κυριεύω
- κυριεύεις
- κυριεύει
- κυριεύουμε
- κυριεύετε
- κυριεύουν or κυριεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To miss
(λείπω)**
λείπω
(Present Indicative)
- λείπω
- λείπεις
- λείπει
- λείπουμε
- λείπετε
- λείπουν or λείπουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To function, perform, operate
(λειτουργώ)**
λειτουργώ
(Present Indicative)
- λειτουργώ
- λειτουργείς
- λειτουργεί
- λειτουργούμε
- λειτουργείτε
- λειτουργούν or λειτουργούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To say
(λέω or λέγω)**
λέω or λέγω
(Present Indicative)
- λέω or λέγω
- λες or λέγεις
- λέει or λέγει
- λέμε or λέγουμε
- λέτε or λέγετε
- λεν or λένε or λέγουν
Conjugate in the Present Indicative:
**To calculate, reckon, compute
(λογαριάζω)**
λογαριάζω
(Present Indicative)
- λογαριάζω
- λογαριάζεις
- λογαριάζει
- λογαριάζουμε
- λογαριάζετε
- λογαριάζουν or λογαριάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To shower, shampoo
(λούζω)**
λούζω
(Present Indicative)
- λούζω
- λούζεις
- λούζει
- λούζουμε
- λούζετε
- λούζουν or λούζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To bend, curve, yield
(λυγίζω)**
λυγίζω
(Present Indicative)
- λυγίζω
- λυγίζεις
- λυγίζει
- λυγίζουμε
- λυγίζετε
- λυγίζουν or λυγίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To solve, release
(λύνω)**
λύνω
(Present Indicative)
- λύνω
- λύνεις
- λύνει
- λύνουμε
- λύνετε
- λύνουν or λύνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To make sad
(λυπώ)**
λυπώ
(Present Indicative)
- λυπώ
- λυπείς
- λυπεί
- λυπούμε
- λυπείτε
- λυπούν or λυπούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To cook
(μαγειρεύω)**
μαγειρεύω
(Present Indicative)
- μαγειρεύω
- μαγειρεύεις
- μαγειρεύει
- μαγειρεύουμε
- μαγειρεύετε
- μαγειρεύουν or μαγειρεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To enchant, bewitch
(μαγεύω)**
μαγεύω
(Present Indicative)
- μαγεύω
- μαγεύεις
- μαγεύει
- μαγεύουμε
- μαγεύετε
- μαγεύουν or μαγεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To collect, gather
(μαζεύω)**
μαζεύω
(Present Indicative)
- μαζεύω
- μαζεύεις
- μαζεύει
- μαζεύουμε
- μαζεύετε
- μαζεύουν or μαζεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To learn
(μαθαίνω)**
μαθαίνω
(Present Indicative)
- μαθαίνω
- μαθαίνεις
- μαθαίνει
- μαθαίνουμε
- μαθαίνετε
- μαθαίνουν or μαθαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To argue
(μαλώνω)**
μαλώνω
(Present Indicative)
- μαλώνω
- μαλώνεις
- μαλώνει
- μαλώνουμε
- μαλώνετε
- μαλώνουν or μαλώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To testify, denounce
(μαρτυρώ)**
μαρτυρώ or μαρτυράω
(Present Indicative)
- μαρτυρώ or μαρτυράω
- μαρτυράς
- μαρτυρά or μαρτυράει
- μαρτυρούμε or μαρτυράμε
- μαρτυράτε
- μαρτυρούν, μαρτυρούνε, μαρτυράν or μαρτυράνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To darken, blacken
(μαυρίζω)**
μαυρίζω
(Present Indicative)
- μαυρίζω
- μαυρίζεις
- μαυρίζει
- μαυρίζουμε
- μαυρίζετε
- μαυρίζουν or μαυρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To enlarge, grow up
(μεγαλώνω)**
μεγαλώνω
(Present Indicative)
- μεγαλώνω
- μεγαλώνεις
- μεγαλώνει
- μεγαλώνουμε
- μεγαλώνετε
- μεγαλώνουν or μεγαλώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To get drunk
(μεθώ)**
μεθώ or μεθάω
(Present Indicative)
- μεθώ or μεθάω
- μεθάς
- μεθά or μεθάει
- μεθούμε or μεθάμε
- μεθάτε
- μεθούν, μεθούνε, μεθάν or μεθάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To stay
(μένω)**
μένω
(Present Indicative)
- μένω
- μένεις
- μένει
- μένουμε
- μένετε
- μένουν or μένουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To broadcast, transmit
(μεταδίδω)**
μεταδίδω
(Present Indicative)
- μεταδίδω
- μεταδίδεις
- μεταδίδει
- μεταδίδουμε
- μεταδίδετε
- μεταδίδουν or μεταδίδουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To relocate, move
(μετακομίζω)**
μετακομίζω
(Present Indicative)
- μετακομίζω
- μετακομίζεις
- μετακομίζει
- μετακομίζουμε
- μετακομίζετε
- μετακομίζουν or μετακομίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To count
(μετρώ)**
μετρώ or μετράω
(Present Indicative)
- μετρώ or μετράω
- μετράς
- μετρά or μετράει
- μετρούμε or μετράμε
- μετράτε
- μετρούν, μετρούνε, μετράν or μετράνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To speak
(μιλώ)**
μιλώ or μιλάω
(Present Indicative)
- μιλώ or μιλάω
- μιλάς
- μιλά or μιλάει
- μιλούμε or μιλάμε
- μιλάτε
- μιλούν, μιλούνε, μιλάν or μιλάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To deliver, distribute
(μοιράζω)**
μοιράζω
(Present Indicative)
- μοιράζω
- μοιράζεις
- μοιράζει
- μοιράζουμε
- μοιράζετε
- μοιράζουν or μοιράζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To educate
(μορφώνω)**
μορφώνω
(Present Indicative)
- μορφώνω
- μορφώνεις
- μορφώνει
- μορφώνουμε
- μορφώνετε
- μορφώνουν or μορφώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To enter
(μπαίνω)**
μπαίνω
(Present Indicative)
- μπαίνω
- μπαίνεις
- μπαίνει
- μπαίνουμε
- μπαίνετε
- μπαίνουν or μπαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To am able
(μπορώ)**
μπορώ
(Present Indicative)
- μπορώ
- μπορείς
- μπορεί
- μπορούμε
- μπορείτε
- μπορούν or μπορούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To win, beat
(νικώ)**
νικώ or νικάω
(Present Indicative)
- νικώ or νικάω
- νικάς
- νικά or νικάει
- νικούμε or νικάμε
- νικάτε
- νικούν, νικούνε, νικάν or νικάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To think, believe
(νομίζω)**
νομίζω
(Present Indicative)
- νομίζω
- νομίζεις
- νομίζει
- νομίζουμε
- νομίζετε
- νομίζουν or νομίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To dress
(ντύνω)**
ντύνω
(Present Indicative)
- ντύνω
- ντύνεις
- ντύνει
- ντύνουμε
- ντύνετε
- ντύνουν or ντύνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To rewrite
(ξαναγράφω)**
ξαναγράφω
(Present Indicative)
- ξαναγράφω
- ξαναγράφεις
- ξαναγράφει
- ξαναγράφουμε
- ξαναγράφετε
- ξαναγράφουν or ξαναγράφουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To lie down, recline
(ξαπλώνω)**
ξαπλώνω
(Present Indicative)
- ξαπλώνω
- ξαπλώνεις
- ξαπλώνει
- ξαπλώνουμε
- ξαπλώνετε
- ξαπλώνουν or ξαπλώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To startle, surprise
(ξαφνιάζω)**
ξαφνιάζω
(Present Indicative)
- ξαφνιάζω
- ξαφνιάζεις
- ξαφνιάζει
- ξαφνιάζουμε
- ξαφνιάζετε
- ξαφνιάζουν or ξαφνιάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To start off
(ξεκινώ)**
ξεκινώ or ξεκινάω
(Present Indicative)
- ξεκινώ or ξεκινάω
- ξεκινάς
- ξεκινά or ξεκινάει
- ξεκινούμε or ξεκινάμε
- ξεκινάτε
- ξεκινούν, ξεκινούνε, ξεκινάν or ξεκινάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To know
(ξέρω)**
ξέρω
(Present Indicative)
- ξέρω
- ξέρεις
- ξέρει
- ξέρουμε
- ξέρετε
- ξέρουν or ξέρουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To let off steam
(ξεσκώ)**
ξεσκώ or ξεσκάω
(Present Indicative)
- ξεσκώ or ξεσκάω
- ξεσκάς
- ξεσκά or ξεσκάει
- ξεσκούμε or ξεσκάμε
- ξεσκάτε
- ξεσκούν, ξεσκούνε, ξεσκάν or ξεσκάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To forget
(ξεχνώ)**
ξεχνώ or ξεχνάω
(Present Indicative)
- ξεχνώ or ξεχνάω
- ξεχνάς
- ξεχνά or ξεχνάει
- ξεχνούμε or ξεχνάμε
- ξεχνάτε
- ξεχνούν, ξεχνούνε, ξεχνάν or ξεχνάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To spend, splash out, waste
(ξοδεύω)**
ξοδεύω
(Present Indicative)
- ξοδεύω
- ξοδεύεις
- ξοδεύει
- ξοδεύουμε
- ξοδεύετε
- ξοδεύουν or ξοδεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To sharpen, scrape, chisel
(ξύνω)**
ξύνω
(Present Indicative)
- ξύνω
- ξύνεις
- ξύνει
- ξύνουμε
- ξύνετε
- ξύνουν or ξύνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To wake up
(ξυπνώ)**
ξυπνώ or ξυπνάω
(Present Indicative)
- ξυπνώ or ξυπνάω
- ξυπνάς
- ξυπνά or ξυπνάει
- ξυπνούμε or ξυπνάμε
- ξυπνάτε
- ξυπνούν, ξυπνούνε, ξυπνάν or ξυπνάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To drive
(οδηγώ)**
οδηγώ
(Present Indicative)
- οδηγώ
- οδηγείς
- οδηγεί
- οδηγούμε
- οδηγείτε
- οδηγούν or οδηγούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To admit, confess
(ομολογώ)**
ομολογώ
(Present Indicative)
- ομολογώ
- ομολογείς
- ομολογεί
- ομολογούμε
- ομολογείτε
- ομολογούν or ομολογούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To name
(ονομάζω)**
ονομάζω
(Present Indicative)
- ονομάζω
- ονομάζεις
- ονομάζει
- ονομάζουμε
- ονομάζετε
- ονομάζουν or ονομάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To define
(ορίζω)**
ορίζω
(Present Indicative)
- ορίζω
- ορίζεις
- ορίζει
- ορίζουμε
- ορίζετε
- ορίζουν or ορίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To owe
(οφείλω)**
οφείλω
(Present Indicative)
- οφείλω
- οφείλεις
- οφείλει
- οφείλουμε
- οφείλετε
- οφείλουν or οφείλουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To freeze
(παγώνω)**
παγώνω
(Present Indicative)
- παγώνω
- παγώνεις
- παγώνει
- παγώνουμε
- παγώνετε
- παγώνουν or παγώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To suffer
(παθαίνω)**
παθαίνω
(Present Indicative)
- παθαίνω
- παθαίνεις
- παθαίνει
- παθαίνουμε
- παθαίνετε
- παθαίνουν or παθαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To play
(παίζω)**
παίζω
(Present Indicative)
- παίζω
- παίζεις
- παίζει
- παίζουμε
- παίζετε
- παίζουν or παίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To take
(παίρνω)**
παίρνω
(Present Indicative)
- παίρνω
- παίρνεις
- παίρνει
- παίρνουμε
- παίρνετε
- παίρνουν or παίρνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To struggle, strive
(παλεύω)**
παλεύω
(Present Indicative)
- παλεύω
- παλεύεις
- παλεύει
- παλεύουμε
- παλεύετε
- παλεύουν or παλεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To beg, plead, request
(παρακαλώ)**
παρακαλώ
(Present Indicative)
- παρακαλώ
- παρακαλείς
- παρακαλεί
- παρακαλούμε
- παρακαλείτε
- παρακαλούν or παρακαλούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To watch
(παρακολουθώ)**
παρακολουθώ
(Present Indicative)
- παρακολουθώ
- παρακολουθείς
- παρακολουθεί
- παρακολουθούμε
- παρακολουθείτε
- παρακολουθούν or παρακολουθούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To refer to (court, expert, committee, example)
(παραπέμπω)**
παραπέμπω
(Present Indicative)
- παραπέμπω
- παραπέμπεις
- παραπέμπει
- παραπέμπουμε
- παραπέμπετε
- παραπέμπουν or παραπέμπουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To park
(παρκάρω)**
παρκάρω
(Present Indicative)
- παρκάρω
- παρκάρεις
- παρκάρει
- παρκάρουμε
- παρκάρετε
- παρκάρουν or παρκάρουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To present, display, exhibit
(παρουσιάζω)**
παρουσιάζω
(Present Indicative)
- παρουσιάζω
- παρουσιάζεις
- παρουσιάζει
- παρουσιάζουμε
- παρουσιάζετε
- παρουσιάζουν or παρουσιάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To tread, step on
(πατώ)**
πατώ or πατάω
(Present Indicative)
- πατώ or πατάω
- πατάς
- πατά or πατάει
- πατούμε or πατάμε
- πατάτε
- πατούν, πατούνε, πατάν or πατάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To die
(πεθαίνω)**
πεθαίνω
(Present Indicative)
- πεθαίνω
- πεθαίνεις
- πεθαίνει
- πεθαίνουμε
- πεθαίνετε
- πεθαίνουν or πεθαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To am hungry
(πεινώ)**
πεινώ or πεινάω
(Present Indicative)
- πεινώ or πεινάω
- πεινάς
- πεινά or πεινάει
- πεινούμε or πεινάμε
- πεινάτε
- πεινούν, πεινούνε, πεινάν or πεινάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To describe
(περιγάφω)**
περιγάφω
(Present Indicative)
- περιγάφω
- περιγάφεις
- περιγάφει
- περιγάφουμε
- περιγάφετε
- περιγάφουν or περιγάφουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To wait
(περιμένω)**
περιμένω
(Present Indicative)
- περιμένω
- περιμένεις
- περιμένει
- περιμένουμε
- περιμένετε
- περιμένουν or περιμένουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To restrict, confine
(περιορίζω)**
περιορίζω
(Present Indicative)
- περιορίζω
- περιορίζεις
- περιορίζει
- περιορίζουμε
- περιορίζετε
- περιορίζουν or περιορίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To pass
(περνώ)**
περνώ or περνάω
(Present Indicative)
- περνώ or περνάω
- περνάς
- περνά or περνάει
- περνούμε or περνάμε
- περνάτε
- περνούν, περνούνε, περνάν or περνάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To walk
(περπατώ)**
περπατώ
(Present Indicative)
- περπατώ
- περπατείς
- περπατεί
- περπατούμε
- περπατείτε
- περπατούν or περπατούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To achieve, succeed
(πετυχαίνω)**
πετυχαίνω
(Present Indicative)
- πετυχαίνω
- πετυχαίνεις
- πετυχαίνει
- πετυχαίνουμε
- πετυχαίνετε
- πετυχαίνουν or πετυχαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To throw, fly, transport
(πετώ)**
πετώ or πετάω
(Present Indicative)
- πετώ or πετάω
- πετάς
- πετά or πετάει
- πετούμε or πετάμε
- πετάτε
- πετούν, πετούνε, πετάν or πετάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To fall
(πέφτω)**
πέφτω
(Present Indicative)
- πέφτω
- πέφτεις
- πέφτει
- πέφτουμε
- πέφτετε
- πέφτουν or πέφτουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To go
(πηγαίνω or πάω)**
πηγαίνω or πάω
(Present Indicative)
- πηγαίνω or πάω
- πηγαίνεις or πας
- πηγαίνει or πάει
- πηγαίνουμε or πάμε
- πηγαίνετε or πάτε
- πηγαίνουν or πηγαίνουνε or πάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To catch
(πιάνω)**
πιάνω
(Present Indicative)
- πιάνω
- πιάνεις
- πιάνει
- πιάνουμε
- πιάνετε
- πιάνουν or πιάνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To drink
(πίνω)**
πίνω
(Present Indicative)
- πίνω
- πίνεις
- πίνει
- πίνουμε
- πίνετε
- πίνουν or πίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To believe
(πιστεύω)**
πιστεύω
(Present Indicative)
- πιστεύω
- πιστεύεις
- πιστεύει
- πιστεύουμε
- πιστεύετε
- πιστεύουν or πιστεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To wash
(πλένω)**
πλένω
(Present Indicative)
- πλένω
- πλένεις
- πλένει
- πλένουμε
- πλένετε
- πλένουν or πλένουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To sail
(πλέω)**
πλέω
(Present Indicative)
- πλέω
- πλέεις
- πλέει
- πλέουμε
- πλέετε
- πλέουν or πλέουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To pay
(πληρώνω)**
πληρώνω
(Present Indicative)
- πληρώνω
- πληρώνεις
- πληρώνει
- πληρώνουμε
- πληρώνετε
- πληρώνουν or πληρώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To besiege, mob
(πολιορκώ)**
πολιορκώ
(Present Indicative)
- πολιορκώ
- πολιορκείς
- πολιορκεί
- πολιορκούμε
- πολιορκείτε
- πολιορκούν or πολιορκούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To hurt
(πονώ)**
πονώ or πονάω
(Present Indicative)
- πονώ or πονάω
- πονάς
- πονά or πονάει
- πονούμε or πονάμε
- πονάτε
- πονούν, πονούνε, πονάν or πονάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To sell
(πουλώ)**
πουλώ or πουλάω
(Present Indicative)
- πουλώ or πουλάω
- πουλάς
- πουλά or πουλάει
- πουλούμε or πουλάμε
- πουλάτε
- πουλούν, πουλούνε, πουλάν or πουλάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To am necessary (only 3rd person singular)
(πρέπει)**
N/A
(Present Indicative)
- N/A
- N/A
- πρέπει
- N/A
- N/A
- N/A
Conjugate in the Present Indicative:
**To am in time for
(προλαβαίνω)**
προλαβαίνω
(Present Indicative)
- προλαβαίνω
- προλαβαίνεις
- προλαβαίνει
- προλαβαίνουμε
- προλαβαίνετε
- προλαβαίνουν or προλαβαίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To fix, adjust, adapt
(προσαρμόζω)**
προσαρμόζω
(Present Indicative)
- προσαρμόζω
- προσαρμόζεις
- προσαρμόζει
- προσαρμόζουμε
- προσαρμόζετε
- προσαρμόζουν or προσαρμόζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To hire, take on (person)
(προσλαμβάνω)**
προσλαμβάνω
(Present Indicative)
- προσλαμβάνω
- προσλαμβάνεις
- προσλαμβάνει
- προσλαμβάνουμε
- προσλαμβάνετε
- προσλαμβάνουν or προσλαμβάνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To try
(προσπαθώ)**
προσπαθώ
(Present Indicative)
- προσπαθώ
- προσπαθείς
- προσπαθεί
- προσπαθούμε
- προσπαθείτε
- προσπαθούν or προσπαθούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To propose
(προτιμώ)**
προτιμώ or προτιμάω
(Present Indicative)
- προτιμώ or προτιμάω
- προτιμάς
- προτιμά or προτιμάει
- προτιμούμε or προτιμάμε
- προτιμάτε
- προτιμούν, προτιμούνε, προτιμάν or προτιμάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To detain
(προφυλακίζω)**
προφυλακίζω
(Present Indicative)
- προφυλακίζω
- προφυλακίζεις
- προφυλακίζει
- προφυλακίζουμε
- προφυλακίζετε
- προφυλακίζουν or προφυλακίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To advance, move forward
(προχωρώ)**
προχωρώ
(Present Indicative)
- προχωρώ
- προχωρείς
- προχωρεί
- προχωρούμε
- προχωρείτε
- προχωρούν or προχωρούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To sew
(ράβω)**
ράβω
(Present Indicative)
- ράβω
- ράβεις
- ράβει
- ράβουμε
- ράβετε
- ράβουν or ράβουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To throw
(ρίχνω)**
ρίχνω
(Present Indicative)
- ρίχνω
- ρίχνεις
- ρίχνει
- ρίχνουμε
- ρίχνετε
- ρίχνουν or ρίχνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To ask
(ρωτώ)**
ρωτώ or ρωτάω
(Present Indicative)
- ρωτώ or ρωτάω
- ρωτάς
- ρωτά or ρωτάει
- ρωτούμε or ρωτάμε
- ρωτάτε
- ρωτούν, ρωτούνε, ρωτάν or ρωτάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To decay, rot
(σαπίζω)**
σαπίζω
(Present Indicative)
- σαπίζω
- σαπίζεις
- σαπίζει
- σαπίζουμε
- σαπίζετε
- σαπίζουν or σαπίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To lampoon
(σατιρίζω)**
σατιρίζω
(Present Indicative)
- σατιρίζω
- σατιρίζεις
- σατιρίζει
- σατιρίζουμε
- σατιρίζετε
- σατιρίζουν or σατιρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To extinguish
(σβήνω)**
σβήνω
(Present Indicative)
- σβήνω
- σβήνεις
- σβήνει
- σβήνουμε
- σβήνετε
- σβήνουν or σβήνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To note
(σημειώνω)**
σημειώνω
(Present Indicative)
- σημειώνω
- σημειώνεις
- σημειώνει
- σημειώνουμε
- σημειώνετε
- σημειώνουν or σημειώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To note, mark, remark
(σιδερώνω)**
σιδερώνω
(Present Indicative)
- σιδερώνω
- σιδερώνεις
- σιδερώνει
- σιδερώνουμε
- σιδερώνετε
- σιδερώνουν or σιδερώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To iron
(σιδερώνω)**
σιδερώνω
(Present Indicative)
- σιδερώνω
- σιδερώνεις
- σιδερώνει
- σιδερώνουμε
- σιδερώνετε
- σιδερώνουν or σιδερώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To burst
(σκάζω)**
σκάζω
(Present Indicative)
- σκάζω
- σκάζεις
- σκάζει
- σκάζουμε
- σκάζετε
- σκάζουν or σκάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To stage, direct
(σκηνοθετώ)**
σκηνοθετώ
(Present Indicative)
- σκηνοθετώ
- σκηνοθετείς
- σκηνοθετεί
- σκηνοθετούμε
- σκηνοθετείτε
- σκηνοθετούν or σκηνοθετούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To tear, rip
(σκίζω)**
σκίζω
(Present Indicative)
- σκίζω
- σκίζεις
- σκίζει
- σκίζουμε
- σκίζετε
- σκίζουν or σκίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To intend
(σκοπεύω)**
σκοπεύω
(Present Indicative)
- σκοπεύω
- σκοπεύεις
- σκοπεύει
- σκοπεύουμε
- σκοπεύετε
- σκοπεύουν or σκοπεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To sweep
(σκουπίζω)**
σκουπίζω
(Present Indicative)
- σκουπίζω
- σκουπίζεις
- σκουπίζει
- σκουπίζουμε
- σκουπίζετε
- σκουπίζουν or σκουπίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To study
(σπουδάζω)**
σπουδάζω
(Present Indicative)
- σπουδάζω
- σπουδάζεις
- σπουδάζει
- σπουδάζουμε
- σπουδάζετε
- σπουδάζουν or σπουδάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To affix, brace, support
(στερεώνω)**
στερεώνω
(Present Indicative)
- στερεώνω
- στερεώνεις
- στερεώνει
- στερεώνουμε
- στερεώνετε
- στερεώνουν or στερεώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To heap up, pile up
(στοιβάζω)**
στοιβάζω
(Present Indicative)
- στοιβάζω
- στοιβάζεις
- στοιβάζει
- στοιβάζουμε
- στοιβάζετε
- στοιβάζουν or στοιβάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To turn, bend, curve, twist
(στρίβω)**
στρίβω
(Present Indicative)
- στρίβω
- στρίβεις
- στρίβει
- στρίβουμε
- στρίβετε
- στρίβουν or στρίβουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To lay
(στρώνω)**
στρώνω
(Present Indicative)
- στρώνω
- στρώνεις
- στρώνει
- στρώνουμε
- στρώνετε
- στρώνουν or στρώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To compare
(συγκρίνω)**
συγκρίνω
(Present Indicative)
- συγκρίνω
- συγκρίνεις
- συγκρίνει
- συγκρίνουμε
- συγκρίνετε
- συγκρίνουν or συγκρίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To discuss
(συζητώ)**
συζητώ
(Present Indicative)
- συζητώ
- συζητείς
- συζητεί
- συζητούμε
- συζητείτε
- συζητούν or συζητούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To advise
(συμβουλεύω)**
συμβουλεύω
(Present Indicative)
- συμβουλεύω
- συμβουλεύεις
- συμβουλεύει
- συμβουλεύουμε
- συμβουλεύετε
- συμβουλεύουν or συμβουλεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To agree
(συμφωνώ)**
συμφωνώ
(Present Indicative)
- συμφωνώ
- συμφωνείς
- συμφωνεί
- συμφωνούμε
- συμφωνείτε
- συμφωνούν or συμφωνούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To encounter
(συναντώ)**
συναντώ or συναντάω
(Present Indicative)
- συναντώ or συναντάω
- συναντάς
- συναντά or συναντάει
- συναντούμε or συναντάμε
- συναντάτε
- συναντούν, συναντούνε, συναντάν or συναντάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To continue
(συνεχίζω)**
συνεχίζω
(Present Indicative)
- συνεχίζω
- συνεχίζεις
- συνεχίζει
- συνεχίζουμε
- συνεχίζετε
- συνεχίζουν or συνεχίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To coordinate, tune
(συντονίζω)**
συντονίζω
(Present Indicative)
- συντονίζω
- συντονίζεις
- συντονίζει
- συντονίζουμε
- συντονίζετε
- συντονίζουν or συντονίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To introduce
(συστύνω)**
συστύνω
(Present Indicative)
- συστύνω
- συστύνεις
- συστύνει
- συστύνουμε
- συστύνετε
- συστύνουν or συστύνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To massacre
(σφάζω)**
σφάζω
(Present Indicative)
- σφάζω
- σφάζεις
- σφάζει
- σφάζουμε
- σφάζετε
- σφάζουν or σφάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To sponge
(σφουγγαρίζω)**
σφουγγαρίζω
(Present Indicative)
- σφουγγαρίζω
- σφουγγαρίζεις
- σφουγγαρίζει
- σφουγγαρίζουμε
- σφουγγαρίζετε
- σφουγγαρίζουν or σφουγγαρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To plan, design, arrange
(σχεδιάζω)**
σχεδιάζω
(Present Indicative)
- σχεδιάζω
- σχεδιάζεις
- σχεδιάζει
- σχεδιάζουμε
- σχεδιάζετε
- σχεδιάζουν or σχεδιάζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To finish (work, school, shift)
(σχολώ)**
σχολώ or σχολάω
(Present Indicative)
- σχολώ or σχολάω
- σχολάς
- σχολά or σχολάει
- σχολούμε or σχολάμε
- σχολάτε
- σχολούν, σχολούνε, σχολάν or σχολάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To travel, journey
(ταξιδεύω)**
ταξιδεύω
(Present Indicative)
- ταξιδεύω
- ταξιδεύεις
- ταξιδεύει
- ταξιδεύουμε
- ταξιδεύετε
- ταξιδεύουν or ταξιδεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To finish
(τελειώνω)**
τελειώνω
(Present Indicative)
- τελειώνω
- τελειώνεις
- τελειώνει
- τελειώνουμε
- τελειώνετε
- τελειώνουν or τελειώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To fry
(τηγανίζω)**
τηγανίζω
(Present Indicative)
- τηγανίζω
- τηγανίζεις
- τηγανίζει
- τηγανίζουμε
- τηγανίζετε
- τηγανίζουν or τηγανίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To phone
(τηλεφωνώ)**
τηλεφωνώ
(Present Indicative)
- τηλεφωνώ
- τηλεφωνείς
- τηλεφωνεί
- τηλεφωνούμε
- τηλεφωνείτε
- τηλεφωνούν or τηλεφωνούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To honour
(τιμώ)**
τιμώ or τιμάω
(Present Indicative)
- τιμώ or τιμάω
- τιμάς
- τιμά or τιμάει
- τιμούμε or τιμάμε
- τιμάτε
- τιμούν, τιμούνε, τιμάν or τιμάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To pull
(τραβώ)**
τραβώ or τραβάω
(Present Indicative)
- τραβώ or τραβάω
- τραβάς
- τραβά or τραβάει
- τραβούμε or τραβάμε
- τραβάτε
- τραβούν, τραβούνε, τραβάν or τραβάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To sing
(τραγουδώ)**
τραγουδώ or τραγουδάω
(Present Indicative)
- τραγουδώ or τραγουδάω
- τραγουδάς
- τραγουδά or τραγουδάει
- τραγουδούμε or τραγουδάμε
- τραγουδάτε
- τραγουδούν, τραγουδούνε, τραγουδάν or τραγουδάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To run
(τρέχω)**
τρέχω
(Present Indicative)
- τρέχω
- τρέχεις
- τρέχει
- τρέχουμε
- τρέχετε
- τρέχουν or τρέχουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To rub, brush, scrub
(τρίβω)**
τρίβω
(Present Indicative)
- τρίβω
- τρίβεις
- τρίβει
- τρίβουμε
- τρίβετε
- τρίβουν or τρίβουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To eat
(τρώω)**
τρώω
(Present Indicative)
- τρώω
- τρως
- τρώει
- τρώμε
- τρώτε
- τρων or τρώνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To peck, tweak, prickle
(τσιμπώ)**
τσιμπώ or τσιμπάω
(Present Indicative)
- τσιμπώ or τσιμπάω
- τσιμπάς
- τσιμπά or τσιμπάει
- τσιμπούμε or τσιμπάμε
- τσιμπάτε
- τσιμπούν, τσιμπούνε, τσιμπάν or τσιμπάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To print, publish
(τυπώνω)**
τυπώνω
(Present Indicative)
- τυπώνω
- τυπώνεις
- τυπώνει
- τυπώνουμε
- τυπώνετε
- τυπώνουν or τυπώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To exist (usually only 3rd person)
(υπάρχω)**
υπάρχω
(Present Indicative)
- υπάρχω
- υπάρχεις
- υπάρχει
- υπάρχουμε
- υπάρχετε
- υπάρχουν or υπάρχουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To defend
(υπερασπίζω)**
υπερασπίζω
(Present Indicative)
- υπερασπίζω
- υπερασπίζεις
- υπερασπίζει
- υπερασπίζουμε
- υπερασπίζετε
- υπερασπίζουν or υπερασπίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To exaggerate
(υπερβάλλω)**
υπερβάλλω
(Present Indicative)
- υπερβάλλω
- υπερβάλλεις
- υπερβάλλει
- υπερβάλλουμε
- υπερβάλλετε
- υπερβάλλουν or υπερβάλλουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To suppose
(υποθέτω)**
υποθέτω
(Present Indicative)
- υποθέτω
- υποθέτεις
- υποθέτει
- υποθέτουμε
- υποθέτετε
- υποθέτουν or υποθέτουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To support
(υποστηρίζω)**
υποστηρίζω
(Present Indicative)
- υποστηρίζω
- υποστηρίζεις
- υποστηρίζει
- υποστηρίζουμε
- υποστηρίζετε
- υποστηρίζουν or υποστηρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To bring
(φέρνω)**
φέρνω
(Present Indicative)
- φέρνω
- φέρνεις
- φέρνει
- φέρνουμε
- φέρνετε
- φέρνουν or φέρνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To bristle, flare up
(φουντώνω)**
φουντώνω
(Present Indicative)
- φουντώνω
- φουντώνεις
- φουντώνει
- φουντώνουμε
- φουντώνετε
- φουντώνουν or φουντώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To inflate, pump up
(φουσκώνω)**
φουσκώνω
(Present Indicative)
- φουσκώνω
- φουσκώνεις
- φουσκώνει
- φουσκώνουμε
- φουσκώνετε
- φουσκώνουν or φουσκώνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To care for
(φροντίζω)**
φροντίζω
(Present Indicative)
- φροντίζω
- φροντίζεις
- φροντίζει
- φροντίζουμε
- φροντίζετε
- φροντίζουν or φροντίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To am responsible, at fault
(φταίω)**
φταίω
(Present Indicative)
- φταίω
- φταις
- φταίει
- φταίμε
- φταίτε
- φταιν or φταίνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To arrive
(φτάνω)**
φτάνω
(Present Indicative)
- φτάνω
- φτάνεις
- φτάνει
- φτάνουμε
- φτάνετε
- φτάνουν or φτάνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To make, construct, repair
(φτιάχνω)**
φτιάχνω
(Present Indicative)
- φτιάχνω
- φτιάχνεις
- φτιάχνει
- φτιάχνουμε
- φτιάχνετε
- φτιάχνουν or φτιάχνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To imprison
(φυλακίζω)**
φυλακίζω
(Present Indicative)
- φυλακίζω
- φυλακίζεις
- φυλακίζει
- φυλακίζουμε
- φυλακίζετε
- φυλακίζουν or φυλακίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To welcome, greet, salute
(χαιρετίζω)**
χαιρετίζω
(Present Indicative)
- χαιρετίζω
- χαιρετίζεις
- χαιρετίζει
- χαιρετίζουμε
- χαιρετίζετε
- χαιρετίζουν or χαιρετίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To break, spoil, thwart
(χαλώ)**
χαλώ or χαλάω
(Present Indicative)
- χαλώ or χαλάω
- χαλάς
- χαλά or χαλάει
- χαλούμε or χαλάμε
- χαλάτε
- χαλούν, χαλούνε, χαλάν or χαλάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To give, donate
(χαρίζω)**
χαρίζω
(Present Indicative)
- χαρίζω
- χαρίζεις
- χαρίζει
- χαρίζουμε
- χαρίζετε
- χαρίζουν or χαρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To dance
(χορεύω)**
χορεύω
(Present Indicative)
- χορεύω
- χορεύεις
- χορεύει
- χορεύουμε
- χορεύετε
- χορεύουν or χορεύουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To satiate
(χορταίνω)**
χορταίνω
(Present Indicative)
- χορταίνω
- χορταίνεις
- χορταίνει
- χορταίνουμε
- χορταίνετε
- χορταίνουν or χορταίνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To use, employ
(χρησιμοποιώ)**
χρησιμοποιώ
(Present Indicative)
- χρησιμοποιώ
- χρησιμοποιείς
- χρησιμοποιεί
- χρησιμοποιούμε
- χρησιμοποιείτε
- χρησιμοποιούν or χρησιμοποιούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To owe
(χρωστώ)**
χρωστώ or χρωστάω
(Present Indicative)
- χρωστώ or χρωστάω
- χρωστάς
- χρωστά or χρωστάει
- χρωστούμε or χρωστάμε
- χρωστάτε
- χρωστούν, χρωστούνε, χρωστάν or χρωστάνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To comb
(χτενίζω)**
χτενίζω
(Present Indicative)
- χτενίζω
- χτενίζεις
- χτενίζει
- χτενίζουμε
- χτενίζετε
- χτενίζουν or χτενίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To hit
(χτυπώ)**
χτυπώ
(Present Indicative)
- χτυπώ
- χτυπείς
- χτυπεί
- χτυπούμε
- χτυπείτε
- χτυπούν or χτυπούνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To separate, part from
(χωρίζω)**
χωρίζω
(Present Indicative)
- χωρίζω
- χωρίζεις
- χωρίζει
- χωρίζουμε
- χωρίζετε
- χωρίζουν or χωρίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To fit, accommodate
(χωρώ)**
χωρώ or χωράω
(Present Indicative)
- χωρώ or χωράω
- χωράς
- χωρά or χωράει
- χωρούμε or χωράμε
- χωράτε
- χωρούν, χωρούνε, χωράν or χωράνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To search
(ψάχνω)**
ψάχνω
(Present Indicative)
- ψάχνω
- ψάχνεις
- ψάχνει
- ψάχνουμε
- ψάχνετε
- ψάχνουν or ψάχνουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To shop
(ψωνίζω)**
ψωνίζω
(Present Indicative)
- ψωνίζω
- ψωνίζεις
- ψωνίζει
- ψωνίζουμε
- ψωνίζετε
- ψωνίζουν or ψωνίζουνε
Conjugate in the Present Indicative:
**To ripen, mature, blossom
(ωριμάζω)**
ωριμάζω
(Present Indicative)
- ωριμάζω
- ωριμάζεις
- ωριμάζει
- ωριμάζουμε
- ωριμάζετε
- ωριμάζουν or ωριμάζουνε