24α Flashcards
διδάσκω, [διδαχ-] διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, δεδίδαγμαι, ἐδιδάχθην
I teach someone (acc.) something (acc.); passive I am taught something (acc.)
ζάω (unattested hypothetical form) (ζῶ, ζῇς, ζῇ, etc.), infinitive, ζῆν, imperfect, ἔζων, ἔζης, ἔζη, etc., ζήσω or ζήσομαι
I live
μελετάω
I study; I practice
παιδεύω, παιδεύσω, ἐπαίδευσα, πεπαίδευκα, πεπαίδευμαι, ἐπαιδεύθην
I educate
φοιτάω
I go; I visit
τὸ γράμμα, τοῦ γράμματος
letter (of the alphabet); pl. writing
ὁ γραμματιστής, τοῦ γραμματιστοῦ
schoolmaster
ἡ γυμναστική, τῆς γυμνασκτικῆς
gymnastics
ὁ διδάσκαλος, τοῦ διδασκάλου
teacher
ὁ κιθαριστής, τοῦ κιθαριστοῦ
lyre player
ἡ μουσική, τῆς μουσικῆς
music
ὁ παίδευσις, τῆς παιδεύσεως
education
ὁ σοφιστής, τοῦ σοφιστοῦ
wise man; sophist
ὁ τεκών, τοῦ τεκόντος
parent
ὁ υἱός, τοῦ υἰοῦ
son