2. Words used 200-500 times Flashcards
* αἱρέω, αἱρήσω, εἷλον, ᾕρηκα, ᾕρημαι, ᾑρέθην *
take; (middle) choose
ἀμείβω, ἀμείψω, ἤμειψα, —— , —— , ἠμειψάμην and ἠμείφθην
exchange; answer
αὐδάω
speak
* γίγνομαι, γενήσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, γεγένημαι, —— *
become, be; be born
ἐθέλω, ἐθελήσω and θελήσω (rare), ἠθέλησα, ἠθελήκα
wish, want
ἕπω, -έψω, -έσπον
move about; be busy; (middle) follow
* ἵημι, ἥσω, ἧκα, εἷκα, εἷμαι, εἵθην *
let go; send; hurl, throw
ἱκνέομαι, ἵξομαι, ἱκόμην
come to, reach
κεῖμαι, κείσομαι
Lie, be placed
κτείνω, κτενῶ, ἔκτεινα (poetic 2nd aorists ἔκτανον and ἔκταν)
kill
* λείπω, λείψω, ἔλιπον, λέλοιπα, λέλειμμαι, ἐλείφθην *
leave
* μένω, μενῶ, ἔμεινα, μεμένηκα, —— , —— *
remain, await
οἶδα (irregular)
know
ὄλλυμι, -ολῶ (epic ὀλέ(σ)σω), -ώλεσα, -ολώλεκα (2nd perfect -όλωλα)
lose, destroy; (2nd perfect) be ruined
ὄρνυμι, ὄρσω, ὦρσα (Epic 2nd aorist ὤρορον), ὄρωρα (poetic ὀρώρεμαι)
arouse
* πείθω, πείσω, ἔπεισα, πέπεικα and πέποιθα, πέπεισμαι, ἐπείσθην *
persuade; (2nd perfect) trust; (middle) believe, obey
* πίπτω, πεσοῦμαι, ἔπεσον, πέπτωκα, —— , —— *
fall
* φέρω, οἴσω, ἤνεγκα and ἤνεγκον, ἐνήνοχα, ἐνήνεγμαι, ἠνέχθην *
bear, carry; bring
* φεύγω, φεύξομαι or φευξοῦμαι, ἔφυγον, πέφευγα *
flee
φωνέω
speak aloud
χέω, χέωω, ἔχεα, κέχυκα, κέχυμαι, ἐχύθην
pour, shed
ἄναξ, ἄνακτος, ὁ
lord, king
γαῖα, ἡ
earth, land
γέρων, γέροντος, ὁ
old man
γυνή, ἡ
woman, wife
δόρυ, (Att. gen.) δόρατος, τό
beam, tree, spear
δῶμα, δώματος, τό
house, room
ἔγχος, ἔγχεος, τό
spear, lance
ἔπος, ἔπεος, τό
word
ἔργον, τό
work, deed, thing
ἕταρος or ἕταιρος, ὁ
companion
ἵππος, ὁ
horse