10. The Natural World Flashcards
1
Q
Bush
A
Θάμνος
2
Q
Bark
A
Φλοιός δέντρου
3
Q
Branch
A
Κλαδί
4
Q
Bud
A
Μπουμπούκι
5
Q
Seed
A
Σπόρος
6
Q
Stalk
A
Κοτσάνι, μισχος
7
Q
Trunk
A
Κορμός
8
Q
Twig
A
Κλαδάκι, παρακλάδι
9
Q
Weed
A
Αγριόχορτο
10
Q
Blossom
A
Άνθος
11
Q
Reptile
A
Ερπετό
12
Q
Mammal
A
Θηλαστικό
13
Q
Amphibian
A
Αμφίβιο
14
Q
Species
A
Είδος (ζώου, φυτού)
15
Q
Invertebrate
A
Ασπόνδυλο ζώο
16
Q
Shell
A
Κέλυφος, καβούκι
17
Q
Hatch
A
Εκκολάπτομαι
18
Q
Cold-blooded
A
Ψυχροαιμος (για ζώα)
19
Q
Scaly
A
Φολιδωτος, λεπιδωτος
20
Q
Habitant
A
Φυσικό περίβαλλον
21
Q
Hibernate
A
Πέφτω σε χειμερία νάρκη
22
Q
Nest
A
Φωλιά
23
Q
Lay
A
Γεννώ (αβγα)
Ακουμπάω, τοποθετώ
24
Q
Lay the table
A
Στρώνω το τραπέζι
25
Fur
Γούνα, τρίχωμα
26
Indigenous
Ντόπιος, ιθαγενής
27
Nurture
Τρέφω, καλλιεργώ
28
Pouch
Μαρσιπος
29
Resemble
Μοιάζω
30
Tadpole
Γυρινος (young frog before it grows legs)
31
Gland
Αδένας
32
Predator
Αρπακτικό (ζώο, πτηνό)
33
Feather
Φτερό, πούπουλο
34
Incubate
Κλωσω (αβγά)
35
Chick
Κοτοπουλάκι
36
Fend for (myself)
Συντηρούμαι μόνος μου
37
Offspring
Απόγονος
38
Creature
Πλάσμα
39
Venomous
Δηλητηριώδης
40
In pursuit
Σε αναζήτησή
41
Aversion
Απέχθεια, αποστροφή
42
Encounter
Απροσδόκητη συνάντηση
43
Thrive
Ευδοκιμω
44
Impact
Επίδραση
45
Impose
Επιβάλω
46
Ban
Απαγόρευση
47
Extent
Βαθμός, μέγεθος
48
In captivity
Στην αιχμαλωσία
49
In the wild
Σε φυσικό περιβάλλον, στην άγρια Δύση
50
Abolish
Καταργώ
51
Advocate
Υπερασπίζομαι δημόσια
52
Approve
Εγκρίνω
53
Ban
Απαγορεύω, αποκλείω
54
Condemn
Καταδικάζω
55
Consent
Συναινώ, συμφωνώ
56
Endorse
Υποστηρίζω
57
Permit
Επιτρέπω
58
Protest
Διαμαρτύρομαι
59
Lamb
Αρνί
60
Kid
Κατσικάκι
61
Calf
Μοσχάρι
62
Cub
Νεογνό (λύκου, αρκούδας, λιονταριού)
63
Foal
Πουλαρι
64
Chirp
Τιτιβιζω
65
Croak
Κοαζω, κράζω
66
Bleat
Βελάζω
67
Howl
Ουρλιάζω
68
Neigh
Χλιμιντρίζω (άλογο)
69
Capsize
αναποδογυριζω
70
Capture
Αιχμαλωτίζω
71
Captivate
Σαγήνευω
72
Conserve
Διατηρώ, προφυλάσσω
73
Observe
Παρατηρώ
74
Preserve
Προστατευτώ , συντηρώ
75
Immigration
Μετανάστευση προς μια χώρα
76
Migration
Μετανάστευση, αποδημία
| Moving to another part of the world for a specific time period, usually seasonal)
77
Emigration
Μετανάστευση απο μια χώρα
78
Docile
Υπάκουος, πειθήνιος
79
Tame
Ήμερος
80
Domestic
Κατοικίδιος
| Οικιακός
81
Physical
Σωματικός
82
Genuine
Γνήσιος
83
Evolution
Εξέλιξη
84
Extinction
Εξαφάνιση (είδους)
85
Exterminator
Εξολόθρευση
86
Prey
Θήραμα
87
Poacher
Λαθροκυνηγός
88
Involve
Συμπεριλαμβάνω, αφορω
89
Revolve
Περιστρέφω -ομαι
90
Doubtful
Αμφίβολος
91
Dutiful
Υπάκουος
92
Eventful
Περιπετειώδης, πολυτάραχης
93
Fruitful
Αποδοτικός, καρποφόρος
| Γόνιμος
94
Merciless
Άσπλαχνος, σκληρός
95
Motionless
Ακίνητος
96
Pitiful
Αξιοθρήνητος
97
Pointless
Άσκοπος
98
Priceless
Μεγάλης αξίας
99
Relentless
Αδιάκοπος
100
Restless
Ανήσυχος
101
Shameless
Ξεδιάντροπος
102
Shapeless
Ακανόνιστος, ασύμμετρος
103
Tactful
Διακριτικός
104
Worthless
Χωρίς αξία
105
Youthful
Νεανικός
106
Featherless
Χωρίς φτερά
107
Cultivate
Καλλιεργώ (φρούτα)
| Καλλιεργώ, αναπτύσσω
108
Dig
| Dig around
Σκάβω
| Ψάχνουν παντού (πληροφορίες)
109
Fertile
Γόνιμος, παραγωγικός
110
Flourish
Ευδοκιμω
| αναπτύσσομαι
111
Root
Ρίζα φυτού
Οικογενειακές ρίζες
Αιτία
112
Sow
Φυτεύω σπόρους
| Σπέρνω αμφιβολίες, διχόνοια κλπ
113
Stem
Μισχος λουλουδιού, κοτσάνι
114
Stem from
Προέρχομαι απο
115
Unearth
Ξεθάβω, ανακαλύπτω
116
Deep-rooted
Βαθιά ριζωμένο
117
Field
Χωράφι
118
Leave no stone unturned
Κινώ γη και ουρανό
119
Branch
Διακλαδίζομαι
| Παράρτημα, υποκατάστημα
120
Coat
Τρίχωμα ζώου
Στρώμα, επίστρωση
Επικαλύπτω
121
Plant
Φυτεύω
Τοποθετώ ενοχοποιητικά
Εργοστάσιο
122
Stamp out
Καταστέλλω
123
Back out
Αποσύρομαι, εγκαταλείπω
124
Wear out
Εξαντλώ
125
Psych out
Αποθαρρύνω (αντίπαλο)
126
Dropout
Εγκαταλείπω
127
Single out
Ξεχωρίζω, διαλέγω
128
Run out
Λήγω, δεν ισχύω
129
Hold out
Αντέχω
130
Work out
Γυμνάζομαι
131
Burn out
Εξαντλούμαι, καταπονούμαι
132
Fundamentally
Βασικά
133
Flawed
Ελαττωματικός
134
Radical
Ριζικός, ριζοσπαστικός
135
Makeover
Ολοκληρωτική ανανέωση
136
State of affairs
Κατάσταση
137
Disgraceful
Αισχρος, ατιμωτικος
138
Spectacle
Θέαμα
139
Beyond (someone's) comprehension
Ακατανόητος
140
Cease
Σταματώ
141
Outmost
Υπέρτατος
142
Concern
Ανησυχία
143
Make a stand against
Προβάλλω σθεναρή αντίσταση
144
Start from scratch
Ξεκινώ απο την αρχή
145
Put a stop to
Βάζω τέλος (σε κάτι)