Ετυμολογία Flashcards
Ηλικία
Ήλιος + κίω (ακολουθώ μια προδιαγεγραμμένη πορεία).
Τι ηλικία έχεις (έτη) = Πόσες περιστροφές έχεις κάνει γύρω από τον ήλιο.
Χρήμα
Χρώμαι = χρησιμοποιώ.
Ανταλλακτικές οικονομίες στις οποίες δεν υπήρχαν νομίσματα.
Ιούλιος
Ίουλος = χνουδωτό στάχυ
Ιουλός Δήμητρα - Ιούλιος: αυτός που αναφέρεται στη Δήμητρα.
Παγίδα
Πήγνυμι = πήζω, παγώνω.
Παγίδα: κρατώ σταθερό.
Ευθύνη
“Εύθυνα” = οικονομικός έλεγχος των κρατικών αξιωματούχων στην Αρχαία Αθήνα.
Συκώτι
Συκωτόν ήπαρ.
Στα αρχαία χρόνια, τάιζαν με σύκα χήνες, γουρούνια και άλλα ζώα, ώστε να μεγαλώσει το ήπαρ και να γίνει πιο νόστιμο.
Αδελφός
Α (ένωση, ομοιότητα) + δελφύς (μήτρα).
Αυτός με τον οποίο έχουμε βγει απο την ίδια μήτρα.
Κρασί
Κεράννυμι = αναμειγνύω.
Κράσις = ανάμειξη.
Οι Αρχαίοι Αθηναίοι αναμείγνυαν τον “οίνο” με νερό (3:1).
Βωμολοχία
Βωμός + ελλοχεύω.
Στην αρχαιότητα, πολλοί φτωχοί “παραμόνευαν” στις θυσίες για να πάρουν κάποιο κομμάτι κρέατος. Όταν δεν τα κατάφερναν, έβριζαν - εξ ου και βωμολόχος.
Αρραβώνας
Αρ(αρίσκω) + ράπτω.
Ισχυρός δεσμός.
Αραρίσκω = συνδέω.
Τοκογλύφος
Τόκος (τίκτω = γεννώ) + γλύφω = σμιλεύω (από τη συνήθειά τους να χαράσσουν τους τόκους σε ξύλινο τραπέζι).
Σκίουρος
“Ο κάμνων διά της ουράς του σκιάν εις εαυτόν”.
Μέλισσα
Μέλει = φροντίζει.
Εφιάλτης
Εφάλλομαι = πηδώ, τινάζομαι στον αέρα (όπως όταν βλέπω κακό όνειρο).
Στίβω (στραγγίζω)
Στίβω = καταπατώ (πατώ καλά).
Στίβος = καλά πατημένο γήπεδο, έτοιμο για άθληση.
Στα αρχαία χρόνια, που δεν είχαν πλυντήριο, “καταπατούσαν” τα ρούχα, μέχρι να φύγουν τα νερά.
Δυρράχιο
Δυς (κακό) + ραχία = βραχώδης ακτή.
Αφηνιάζω
Από + ηνιάζω = (το άλογο) τινάζεται για να αποτινάξει τα ηνία.
Αναχαιτίζω
Πιάνω το άλογο από τη χαίτη, για να ανακτήσω τον έλεγχό του.
Καλλίπυγος
Κάλλος + πυγή (οπίσθια).
Πυγολαμπίδα (κωλοφωτιά).
Εύκολο
Και, αντιστοίχως, “δύσκολο”.
Ευ + κόλον (τροφή)
Τροφή που χωνεύεται εύκολα.
Μούντζα
Μούζα = μαυρίλα.
Μουντζουρώνω = μαυρίζω.
Στο Βυζάντιο, ο δικαστής έβαζε την παλάμη του μέσα σε στάχτη και μαύριζε αυτούς που είχαν υποπέσει σε παράπτωμα.
Όρσε
Ορίζω - Ορίστε (Πάρ’ τα).
Τσολιάς
Τσουλ (τουρκικό) = τσόλι.
Οι φουστανέλες αποτελούνταν από πολλά κομμάτια ύφασμα (τσόλια).
Βουστροφηδόν (γραφή)
Βους (βόδι) + στροφή.
Ελληνική γραφή που ξεκινούσε απο τα αριστερά προς τα δεξιά, συνέχιζε από τα δεξιά προς τα αριστερά, κ.ο.κ. (κατά τον τρόπο που οργώνουν τα βόδια).